Συνέντευξη στην εφημερίδα της Κύπρου "Σημερινή", 26 Φεβρουαρίου 2006
Δημοσιογράφος: Χρήστος Μιχαηλίδης
Τίτλος Πρώτης Σελίδας
“Διπλό παιχνίδι έπαιξε ο Τάσσος Παπαδόπουλος”
Άλλοι τίτλοι
“Βαρυσήμαντη συνέντευξη του πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Θεόδωρου Πάγκαλου στη “Σ”
«Έτσι όπως έχει γίνει η διαχείριση του “όχι”, διπλωματικά έχουμε υποταγεί πλήρως στον κ. Ταλάτ και την Άγκυρα»
«Εισπράττω δυσαρέσκεια για την κυπριακή Κυβέρνηση. Το βλέπω στο Συμβούλιο της Ευρώπης, έχουμε χάσει τους φίλους μας»
Σχόλιο Εφημερίδας
Η συνέντευξη με τον κ. Θεόδωρο Πάγκαλο, πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος, έγινε μια μέρα πριν από την επίσκεψη στην Αθήνα τού κ. Ιακώβου, και τη συνάντησή του με την κ. Ντόρα Μπακογιάννη. Συναντηθήκαμε στο γραφείο του ΠΑΣΟΚ, στη Βουλή των Ελλήνων, λίγη ώρα αφότου το Κοινοβούλιο είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή Διαφάνειας για το ακανθώδες θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών.
Ο κ. Πάγκαλος είναι μια ενδιαφέρουσα πάστα πολιτικού. Τα συστατικά του, είναι από τα καλύτερα. Έχει «Αριστερό πολιτισμό», όπως αρέσκεται ο ίδιος να λέει, αλλά αστική καταγωγή. Αυτά τα δύο συστατικά, αν μη τι άλλο, του εξασφαλίζουν κάτι πολύ σημαντικό: να μην έχει ανάγκη από κανέναν. Κάτι που, βεβαίως, του επιτρέπει να λέει πάντα ελεύθερα την άποψή του.
Η γλώσσα του είναι χειμαρρώδης και πολλές φορές φαρμακερή. Οι απόψεις του καθορίζονται συχνά από το θυμικό του. Δεν φημίζεται για «πολιτική σταθερότητα», αλλά η εντιμότης και η ανιδιοτέλειά του δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ από κανέναν.
Το Κυπριακό είναι κομμάτι της ζωής του. Αυτό τον έμπασε στην πολιτική, τα δύσκολα εκείνα χρόνια που όλη η Αθήνα κατέβαινε σε διαδηλώσεις για την Κύπρο. (Πού τέτοια ευαισθησία και αγωνιστικότητα σήμερα;).
Όμως, ο κ. Πάγκαλος το παλεύει το πράγμα – δεν το αφήνει. Με την πληθωρικότητα του λόγου και της εν γένει προσωπικότητάς του, είναι από τους λίγους πολιτικούς στην Ελλάδα που δεν φοβούνται να μιλήσουν για το Κυπριακό και που όταν το κάνουν, αποφεύγουν τις ξύλινες και κουραστικές πια κοινοτοπίες του τύπου «δίκαιη και βιώσιμη λύση», κτλ.
Μίλησε για όλα στη «Σημερινή». Για το «ναι» που υποστήριξε. Για το λάθος του Τάσσου «να μην παραδεχτεί ποτέ ότι δεν την ήθελε εξ αρχής αυτήν τη λύση». Για την κακή διαχείριση του «όχι». Για το τι θα γινόταν αν έμενε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Για το τι λένε για μας στην Ευρώπη οι άλλοτε φίλοι μας. Για την Τουρκία «που εκμεταλλεύεται την ύπνωσή μας», και άλλα πολλά.
Φυσικά, ξεκινήσαμε από τα πιο επίκαιρα…
Η Ντ. Μπακογιάννη
Ερ.: Με πολλούς που μίλησα στη Κύπρο, εισέπραξα ανησυχία για το διορισμό της κ. Μπακογιάννη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι δικαιολογημένη αυτή η ανησυχία;
Απ.: Δεν μπορώ να ερμηνεύσω το αίσθημα των Κυπρίων, γιατί δεν ζω κάτω από τις συνθήκες που ζουν οι Κύπριοι. Θεωρώ, όμως, ότι η κυπριακή πολιτική της ελληνικής Κυβέρνησης αφορά το σύνολο του Έθνους. Είναι πολιτική του Ελληνισμού, στο σύνολό του. Εμείς, ως αντιπολίτευση, έχουμε συγκεκριμένη πολιτική για το Κυπριακό – η Κυβέρνηση δεν έχει.
Ερ.: Η θέση σας στο Σχέδιο Ανάν αποδοκιμάστηκε, όμως, έντονα από τον κυπριακό λαό.
Απ.: Ναι. Αλλά ήταν θέση. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν είχε το θάρρος να πει ξεκάθαρα τη γνώμη της, και έτσι εμφανίστηκε με διάφορα πρόσωπα. Ένα πρόσωπο προς τους συμμάχους και Ευρωπαίους, που ήταν ενδοτικό και εποικοδομητικό, δηλαδή υπέρ του Σχεδίου Ανάν, ένα πρόσωπο που δεν έλεγε ούτε το’να ούτε τ’ άλλο στο εσωτερικό του ελλαδικού χώρου, και με θέσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την πλειοψηφία των Κυπρίων σε ό,τι αφορά την Κύπρο. Ήταν, δηλαδή, η Κυβέρνηση Καραμανλή υπέρ του «ναι» στα διεθνή σαλόνια, ούτε «ναι» ούτε «όχι» στον ελλαδικό χώρο, και έλεγε «όχι» μαζί με τους αντιπάλους του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο.
Ερ.: Πιστεύετε ότι η Κυβέρνηση θα ακολουθήσει και με την κ. Μπακογιάννη την ίδια πολιτική που ακολουθούσε επί Μολυβιάτη;
Απ.: Για να ακολουθήσεις μια πολιτική, πρέπει να έχεις πολιτική. Η Κυβέρνηση εδώ, κάθεται και περιμένει αν και πότε θα αναλάβει κάποιος μια πρωτοβουλία για το Κυπριακό. Έχουμε μια πολιτική που προσπαθεί στην Ε.Ε. να επιβάλει, με μεγάλη δυσκολία λόγω του κλίματος που έχει δημιουργηθεί, τα αυτονόητα σε ό,τι αφορά τη σχέση Τουρκίας-Κύπρου, δηλαδή την υποχρέωση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά αυτό, όπως καταλαβαίνετε, όταν κάθεσαι ακίνητος και δεν παίρνεις πρωτοβουλίες, γίνεται στενός κορσές. Γιατί οι άλλοι (εταίροι μας) αντιμετωπίζουν κάποιον που είναι στη γωνία και λέει συνεχώς «όχι». Δεν είναι δυναμική σχέση αυτή, ούτε κατάλληλη συμπεριφορά για να διασφαλίσεις τα συμφέροντά σου. Είναι μια σχέση που, με την πάροδο του χρόνου και την επανάληψη των κρίσεων, οδηγεί την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα μαζί της στη γωνία. Και, όπως συμβαίνει και στο μποξ, όταν είσαι στη γωνία, κάποια στιγμή θα υποχωρήσεις και θα υποταγείς.
«Να συμβιβαστούμε»
Υπάρχει, παρόλ’ αυτά, και μια άλλη πολιτική εκδοχή στην Κύπρο, μη εκπεφρασμένη ανοικτά αλλά υπάρχει, ότι «μπήκαμε τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καλά είμαστε, θα καταλαγιάσει κάποτε και η κατακραυγή για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, γιατί να πάμε για λύση;». Σας ακούγεται αλλόκοτη αυτή η εκδοχή;
Όχι. Αυτό το αίσθημα είναι απολύτως σεβαστό. Υπάρχουν, όμως, δύο ερωτήματα. Πρώτον, γιατί τόσα χρόνια προσπαθούσαμε να πετύχουμε την ενοποίηση της Κύπρου; Η ενοποίηση της Κύπρου, ξέρετε, δεν μπορεί να γίνει μόνο με δικούς μας όρους. Πρέπει να συμβιβαστούμε, και μάλιστα να συμβιβαστούμε αποφασιστικά, ακόμα και σε θέματα που θα μας ενοχλούν, που μας πονάνε. Το άλλο ερώτημα είναι, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι μακροπρόθεσμα μια τέτοια θέση είναι δυνατόν να κατοχυρωθεί μέσα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι; Εγώ, θεωρώ ότι, αργά η γρήγορα, μάλλον αργά παρά γρήγορα, η Τουρκία θα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι θα γίνει τότε; Πολλά από αυτά που σήμερα εμφανίζονται ως διαφωνίες σε μεγάλα ζητήματα, θα εξαφανιστούν εκ των πραγμάτων. Φοβούμαι, ωστόσο, ότι αυτά τα ερωτήματα, όπως και πολλά άλλα επίσης, δεν τα έθεσαν ποτέ με ειλικρίνεια οι πολιτικοί ηγέτες της Κύπρου στον κυπριακό λαό για να απαντήσει, όχι αν θέλει ή όχι το Σχέδιο Ανάν, αλλά αν είναι αποφασισμένος να ζήσει μαζί με τους Τουρκοκυπρίους ή αν προτιμά να ζήσει χώρια.
Θεωρητικά, οι πλείστοι απαντούν ότι θέλουν να ζήσουν μαζί.
Ναι, αλλά το εννοούν ή υπάρχει διγλωσσία; Εγώ επισκέπτομαι συχνά την Κύπρο και, δυστυχώς, τη συναντάω αυτήν τη διγλωσσία. Από τη μια μεριά τη διάθεση να έχουμε το έδαφος της βόρειας Κύπρου, που είναι κατεχόμενο έδαφος, και από την άλλη, τη διάθεση να ασχοληθούμε όσο το δυνατόν λιγότερο γίνεται με τους Τουρκοκυπρίους. Αυτό δεν είναι επιτεύξιμο. Μου θυμίζει ένα θαυμάσιο βιβλίο που έχει γράψει ο Λόρενς Ντάρελ για την Κύπρο, το Bitter Lemons, όπου η φιλοσοφία του βιβλίου είναι «τι υπέροχη χώρα είναι η Κύπρος, πόσο ωραία ζω στην Κύπρο, τι κρίμα που υπάρχουν οι Έλληνες»!
Μα το πρόβλημα της Κύπρου είναι θέμα καθημερινής διαβίωσης;
Ασφαλώς όχι. Περνάει καλά ο Κύπριος και ίσως κάποιοι να σκέφτονται, «μια χαρά είμαι κι έτσι, γιατί να ξεσηκώνομαι τώρα». Λάθος. Το πρόβλημα της Κύπρου είναι κάτι που ξεπερνάει αυτήν τη στενή λογική. Και γι’ αυτό χρειαζόταν έμπνευση και προοπτική. Και αυτό έπρεπε να το δώσει η πολιτική ηγεσία. Δεν μπορεί ο απλός πολίτης να το κατακτήσει μόνος του.
Το Σχέδιο Ανάν
Εσείς, κύριε Πάγκαλε, πώς καταλήξατε στην αποδοχή του Σχεδίου Ανάν;
Ήμουν πολύ δυσαρεστημένος, στην αρχή, με το Σχέδιο αυτό. Έβλεπα και τη σκοπιμότητα της εισαγωγής του εκείνη τη χρονική στιγμή, προφανώς για να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και έβλεπα και τις δυσκολίες που θα δημιουργούνταν στο μέλλον. Θεωρούσα, όμως, και θεωρώ, ότι η οικονομική και κοινωνική δυναμική των Ελλήνων της Κύπρου είναι τόσο ισχυρή, ώστε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα συμπαρέσυρε τους Τουρκοκυπρίους και θα δημιουργούσε, όπως θα δημιουργούσε μια πλειοψηφία του «ναι», πολλές μικρές πλειοψηφίες για καθοριστικές αλλαγές. Διαβάζω τώρα ότι υπάρχει πρόβλημα με τους Τουρκοκυπρίους που έρχονται στις ελεύθερες περιοχές, και νομίμως εγκαθίστανται στις παλιές τους περιουσίες. Αυτό, πώς θα το αντιμετωπίσεις λοιπόν τώρα;
Ο αντίλογος, όμως, εδώ είναι ότι ενώ αυτοί, όποτε θέλουν μπορούν να έρθουν στις ελεύθερες περιοχές και να εγκατασταθούν στα σπίτια τους, ο Κύπριος πρόσφυγας δεν μπορεί να κάνει το αντίστοιχο στα κατεχόμενα.
Και θα σας απαντήσει τότε κάποιος, ψυχρά σκεπτόμενος: μα εσείς δεν θέλετε να πάτε. Σας δόθηκε η ευκαιρία και το απορρίψατε.
Εσείς, στα νιάτα σας, τότε που το Κυπριακό έβγαζε τη μισή, αν όχι και όλη, την Ελλάδα στους δρόμους, μια λύση σαν και αυτήν την Ανάν οραματιζόσασταν;
Όχι βέβαια. Ούτε καν αυτή που ονομάζουμε ομόσπονδη λύση με τη συμβίωση δύο ισότιμων (προσέξτε, δεν λέω «ίσων») κοινοτήτων. Εγώ, η λύση που ονειρευόμουν στα νιάτα μου για την Κύπρο, αυτή που μ’ έφερε και στην πολιτική, ήταν να ισχύσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, όπως είχε ισχύσει και για πολλούς άλλους λαούς του κόσμου. Και θεωρούσα πάντα απαράδεκτο το ότι δεν μπορούσε να ισχύσει και για την Κύπρο αυτό το δικαίωμα. Όμως, δυστυχώς, δημιουργήθηκε στην Κύπρο πλέον μια κατάσταση, ένας καθεστώς, από το οποίο δεν μπορείς να βγεις παρά μόνο με αυτήν τη λύση, της διζωνικής ομοσπονδίας. Το θέμα είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες όπου το διζωνικό και δικοινοτικό στοιχείο της ομοσπονδίας βαθμιαία θα αδυνατίζουν κάτω από την πίεση της πραγματικότητας.
Ο Γ. Κρανιδιώτης
Θεωρείται παιδάκι σας η ιδέα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κοντά σας, τότε, ήταν ο μακαρίτης ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Ποια ήταν η δική του θέση;
Επιφυλακτική στην αρχή. Δεν την πίστευε την ιδέα. «Μην μπλέξεις -μου ‘ λεγε- με τους Κύπριους, θα σε φάνε» (γέλια). Και πράγματι, όταν κατεβήκαμε εκείνην την εποχή, μαζί με το Γιάννο, για μια διάλεξη στο «Χίλτον» ακριβώς για την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου, το σύνολο του Τύπου έπεσε πάνω μας να μας λιντσάρει. Το ίδιο και τα κόμματα.
Η λύση του Κυπριακού δεν ήταν όρος για την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε.
Αρχικά ήταν. Το ξεπεράσαμε με δυσκολίες και μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. Οι Εγγλέζοι, που είναι γνωστό ότι είναι ο χειρότερος εχθρός της Κύπρου, από τότε αντιδρούσαν σ’αυτήν την προοπτική. Θέλανε λύση πρώτα. Ευτυχώς, το Ελσίνκι απέρριψε την όποια προσπάθεια σύνδεσης της λύσης με την είσοδο στην Ε.Ε.
Ωραία. Παρόλ’ αυτά, όμως, πολλοί θεωρούν ότι η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε. δημιούργησε μια ηθική υποχρέωση απέναντί της, υποχρέωση που οι Ευρωπαίοι θεωρούν ότι δεν εκπληρώθηκε με τη στάση που τήρησε η κυβέρνηση στο Σχέδιο Ανάν.
Κοιτάξτε. Τυπική υποχρέωση δεν είχε η Κύπρος, καμιά έναντι της Ε.Ε. Στο βαθμό, όμως, που επηρεάζεις ανθρώπους, ε, δεν ήταν και πολύ κομψή η συμπεριφορά της Κύπρου, και δεν κάνει ούτε τους Κυπρίους, ούτε και μας τους Ελλαδίτες πολύ συμπαθείς πια στα διεθνή φόρα. Και αυτή είναι μια αδυναμία.
«Να επανέλθει το Σχέδιο Ανάν»
Απ’ εδώ και στο εξής ποιος νομίζετε πως πρέπει να είναι ο πολιτικός μας στόχος;
Πώς θα επιτύχουμε ορισμένες πτυχές του Σχεδίου Ανάν να προσαρμοστούν προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Και γι’ αυτό, η Αθήνα και η Λευκωσία, αντί να κάθονται όπως κάνουν τώρα και να λένε «όχι», να αναπτύξουν μια πρωτοβουλία.
Με ποια επιδίωξη;
Την επαναφορά του Σχεδίου Ανάν, και κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις. Φοβούμαι ότι και οι δύο Κυβερνήσεις προτιμούν να πιστεύουν στη θαυματουργή λειτουργία του χρόνου που περνάει.
Ο Τάσσος δεν δήλωσε έγκαιρα το «όχι» του
Ο κ. Παπαδόπουλος έκανε λάθος που πήρε πάνω του όλο το βάρος του «όχι» στο δημοψήφισμα;
Οι πολιτικοί σ’ αυτό το επίπεδο, και ο κ. Παπαδόπουλος είναι ένας μεγάλος ηγέτης του κυπριακού λαού, δεν κάνουν λάθη, κύριε Μιχαηλίδη. Κάνουν επιλογές. Και το εάν έχει κάνει λάθος ή όχι δεν με ενδιαφέρει κιόλας ξέρετε.
Εγώ λέω πάντα ότι στην πολιτική δεν ευθύνεσαι μόνο για δόλο, όπως οι απλοί πολίτες, αλλά και για αμέλεια, και για βαρεία αμέλεια. Δηλαδή, ευθύνεσαι και για όλα τα λάθη σου. Λοιπόν, νομίζω ο κ. Παπαδόπουλος έκανε μία επιλογή που ήταν σύμφωνη με τη δικιά του αντίληψη για το μέλλον της Κύπρου. Έκανε, όμως, κάτι το οποίο -και αυτό είναι το μόνο που θα αντιμετωπίσω επικριτικά- με πείραξε: δεν το δήλωσε έγκαιρα αυτό το «όχι» του. Όλοι νόμιζαν ήταν διατεθειμένος να διαπραγματευθεί.
Αυτός, λοιπόν, αντί να διαπραγματευτεί, άφησε τις εξελίξεις να πάρουν τη μορφή της χειρότερης δυνατόν εκδοχής του Σχεδίου Ανάν, ώστε να είναι δυνατό το «μεγάλο όχι» που ζήτησε και πήρε. Αυτό είναι ένα διπλό παιχνίδι, που συνήθως δεν παίζεται στις καγκελαρίες, να το πω έτσι, κι όταν παίζεται σε χαρακτηρίζει.
«Δεν κατανοούν την πολιτική μας»
Στα ευρωπαϊκά βήματα, εσείς εισπράττετε δυσαρέσκεια για την κυπριακή Κυβέρνηση, η είναι απλώς μύθος ότι έχουν εκνευριστεί μαζί μας;
Βεβαίως και εισπράττω. Το βλέπω στο Συμβούλιο της Ευρώπης, που είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό όργανο, ότι έχουμε χάσει τους φίλους μας. Αυτούς, δηλαδή, που επί χρόνια μάς στήριζαν. Δεν κατανοούν την πολιτική μας.
Πώς κρίνετε την πρωτοβουλία της Άγκυρας με τις προτάσεις Γκιουλ;
Δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια προσπάθεια της Τουρκίας να προσπαθήσει να προωθήσει τις θέσεις της, όπως κάνει κάθε φορά όταν βλέπει να υπάρχει από την άλλη πλευρά αδυναμία και σύγχυση. Δεν είναι καλής πίστεως πρωτοβουλία. Δυστυχώς, εκεί που είχαμε εμείς το πάνω χέρι στο Κυπριακό, τώρα το έχει η Τουρκία. Και αυτό το ζω. Έχουμε χάσει τα στηρίγματά μας. Η εξωτερική πολιτική, ξέρετε, ασκείται από ανθρώπους. Άμα δεν σε κάνει κέφι ο άλλος… και εμάς δεν μας κάνουν κέφι πια.
Γιατί; Για το Σχέδιο Ανάν; Μου φαίνεται τρελό. Στο κάτω-κάτω έτσι αποφάσισε ο κυπριακός λαός…
Ναι, αλλά ξέρετε ποια είναι, κ. Μιχαηλίδη, η διαδεδομένη εντύπωση στους παράγοντες της διεθνούς ζωής, κυρίως σε εκείνους που ήταν στο παρελθόν μαζί μας, δηλαδή ανήκαν στον γενικότερο χώρο της Αριστεράς, που είχαν επιφυλάξεις απέναντι στην αμερικανική παντοδυναμία, κτλ – αυτοί όλοι, λοιπόν, λένε τώρα: «Εσείς είσαστε πλούσιοι και δεν θέλετε τους φτωχούς μαζί σας». Δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς με τέτοια συμπεριφορά…
Ο πολιτισμός στην Κύπρο αποτρέπει ακρότητες
Πώς σας συμπεριφέρονται στην Κύπρο όταν έρχεστε, εκείνοι που ψήφισαν «όχι» και που αντιδρούν στη δική σας απόφαση;
Διατηρώ με όλους άριστες σχέσεις και συζητάμε ελεύθερα. Υπάρχει ένας βαθύτερος πολιτιστικός και κοινωνικός πολιτισμός στην Κύπρο, που ευτυχώς αποτρέπει τις ακρότητες. Αν ήταν Ελλαδίτες, με τους περισσότερους από αυτούς θα είχα σταματήσει να μιλάω (γέλια). Απλώς εξηγώ στους φίλους μου του «όχι» ότι όσοι ψήφισαν «ναι», το έκαναν με πόνο ψυχής, και ότι κανείς δεν μπορεί να αγνοεί την ετυμηγορία τους. Όπως υπάρχει η βούληση του 76%, υπάρχει και εκείνη του 24%, και όλες πρέπει να’ναι σεβαστές.
Το ΠΑΣΟΚ θα έλεγε «ναι»
Το ΠΑΣΟΚ, αν συνέχιζε να είναι Κυβέρνηση και δεν έχανε από τη Νέα Δημοκρατία, αντιμέτωπο πια με αυτό το συντριπτικό και αδιαμφισβήτητο «όχι» του κυπριακού λαού ποια πολιτική θα ακολουθούσε;
Το ΠΑΣΟΚ θα έπαιρνε ανοικτά θέση υπέρ του «ναι», όπως και πήρε. Άρα θα ήταν διαφορετική η συζήτησή μας τώρα.
Τι εννοείτε;
Θα είχαμε μια σοβαρή επιρροή πάνω στο κυπριακό εκλογικό σώμα, που θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του τι λέει η Κυβέρνηση της Αθήνας.
Με αυτήν τη λογική, δηλαδή, και η θέση του Καραμανλή έπαιξε λέτε ρόλο και στο «όχι»;
Νομίζω ναι. Εν πάση περιπτώσει, δεν λέω ότι θα υπήρχε μια τεράστια πλειοψηφία υπέρ του «ναι» εάν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τασσόταν ανοικτά υπέρ αυτής της επιλογής, αλλά θα ήταν μικρότερη η πλειοψηφία του «όχι».
Και αυτό, πιστεύετε, θα είχε άλλη δυναμική σήμερα;
Ασφαλώς. Θεωρώ βέβαιο ότι θα ανάγκαζε και την Αθήνα και τη Λευκωσία να κάνουν αυτό που δεν κάνουν τώρα – δηλαδή να αναλάβουν ουσιαστική πρωτοβουλία, ώστε, αν μη τι άλλο, να μη φαινόμεθα εμείς ότι δεν ενδιαφερόμαστε για λύση, και από την άλλη να φαίνεται ότι ενδιαφέρεται η Τουρκία. Δυστυχώς, έτσι όπως έχει γίνει η διαχείριση του «όχι», διπλωματικά πλέον έχουμε υποταγεί πλήρως στον κ. Ταλάτ και την Άγκυρα.