Πολιτικές προϋποθέσεις για τις ξένες επενδύσεις
Είδαμε την περασμένη Κυριακή γιατί η ανάπτυξη νεοκεϊνσιανού τύπου, που προπαγανδίζουν οι πάσης φύσεως αριστερούληδες πανεπιστημιακοί, είναι αδύνατον να υπάρξει στη σημερινή Ελλάδα. Και όχι μόνο γιατί περιορισμός των ελλειμμάτων και ανάκαμψη είναι αδύνατον να συνυπάρξουν. Το κεϊνσιανό πρότυπο είχε ως βάση την ύπαρξη αναξιοποίητων παραγωγικών δυνατοτήτων, σε μια εθνική οικονομία προστατευμένη με δεσμούς και τεχνικά εμπόδια από τις εισαγωγές και βέβαια με δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού νομίσματος.
Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν υφίσταται στη σημερινή Ελλάδα, με την ενιαία αγορά και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο και όταν το νόμισμά μας είναι το ευρώ και το πλαίσιο της οικονομικής μας πολιτικής το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Αλλά και πέραν αυτού, ποιους αναξιοποίητους πόρους να κινητοποιήσεις σε μια χώρα που εισάγει το 27% των τροφίμων που καταναλώνει (82% των οσπρίων, για να μην ξεχνάμε την παραδοσιακή φασολάδα);
Ανάπτυξη λοιπόν μπορεί να προέλθει μόνο από εξωτερικές επενδύσεις, είτε πρόκειται για επαναπατρισμό κεφαλαίων που φυγαδεύθηκαν είτε εντελώς εξωγενείς πηγές ρευστότητας, όπως οι παραδοσιακές ευρωπαϊκές και αμερικανικές και οι νεωτερίζουσες αραβικές, ρωσικές και κινεζικές.
Τι εξετάζει ένας ξένος επενδυτής προτού διακινδυνεύσει τα χρήματά του;
1ον. Αν τα κεφάλαιά του είναι ασφαλή.
2ον. Αν οι διαδικασίες επένδυσης και επανεπένδυσης και εξαγωγής των κερδών είναι απλές και γρήγορες.
3ον. Το ποσοστό κέρδους που θα αποκομίσει.
Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο ασθενής είναι η απάντηση του πελάτη (εν προκειμένω της χώρας-πελάτη) στα δύο πρώτα ερωτήματα, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι αξιώσεις του στο τρίτο πεδίο. Οσο δηλαδή μεγαλύτερη ανασφάλεια και γραφειοκρατική διαφθορά συναντά, τόσο μεγαλύτερη αμοιβή θα απαιτεί για να επενδύσει τα λεφτά του, μέχρι του σημείου ορισμένα συμβόλαια να είναι εντελώς αποικιακού χαρακτήρα και ασύμφορα.
Επενδυτική ασφάλεια σημαίνει πρώτα απ’ όλα κυβερνητική σταθερότητα. Η Ελλάδα της τριμερούς συνεννόησης που ανανεώνεται κάθε εβδομάδα, μέσα στην αγωνία για τη δυνατότητα τήρησης των διεθνών μας υποχρεώσεων, είναι προφανώς η πιο ασταθής χώρα της ευρωπαϊκής κοινότητας. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι η ενδεχόμενη (τίποτε δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς ) αντιμνημονιακή λαϊκή πλειοψηφία θα συγκροτείται από τους μετακομμουνιστές και αναρχικούς του ΣΥΡΙΖΑ, τους εθνικοσοσιαλιστές της Χρυσής Αυγής και γραφικούς λαϊκιστές της Δεξιάς, είναι εύκολο να κατανοήσουμε τις επιφυλάξεις ενός πιθανού επενδυτή.
Δεύτερη πτυχή της επενδυτικής ασφάλειας είναι η τάξη. Στην Ελλάδα, όπου «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», όπου πολιορκείται το Κοινοβούλιο και καταλαμβάνονται κάθε τόσο στρατηγικής σημασίας υπουργεία και άλλα δημόσια κτίρια, όπου η Αστυνομία δηλώνει ανίκανη να εφαρμόσει τον νόμο για μισθολογικούς και άλλους λόγους, όπου ολόκληρες συνοικίες της πρωτεύουσας έχουν αλωθεί από στίφη βαρβάρων και αναρχικούς που συγκρούονται με τους ιδιωτικούς στρατούς της Χρυσής Αυγής και όπου υπάλληλοι που τόλμησαν να μην απεργήσουν απανθρακώνονται μέσα σε υποκαταστήματα τράπεζας, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η εμπιστοσύνη του επενδυτή είναι τουλάχιστον περιορισμένη, αν όχι ανύπαρκτη.
Τρίτη πτυχή είναι η δυνατότητα να εργάζεσαι χωρίς γραφειοκρατικές περιπλοκές, χωρίς μπαξίσια και προμήθειες, και να βρίσκεις διέξοδο στα ενδεχόμενα προβλήματά σου ύστερα από προσφυγή σε μια αξιόπιστη αποτελεσματική και γρήγορη Δικαιοσύνη.
Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να αρχίσει κάποιος να αντιμετωπίζει ως πιθανό χώρο υποδοχής μιας επένδυσης μια συγκεκριμένη εθνική οικονομία. Με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως είναι ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις, είναι εντελώς απίθανο το ιδιωτικό κεφάλαιο να επιλέξει την Ελλάδα με κριτήρια απόδοσης. Οπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η επενδυτική αδράνεια και στασιμότητα οφείλεται κυρίως σε πολιτικά αίτια.
Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=478340
Πολυ ωραία, συμφωνώ απόλυτα. Όμως η δουλειά του πολιτικού και του γιατρού διαφέρει απο αυτήν του ιστορικού ή δημοσιογράφου και του ιατροδικαστή αντίστοιχα στο οτι οι δυο πρώτοι εκτός του να προβλέψουν το πρόβλημα έχουν την υποχρέωση και να το λύσουν, ενω οι δεύτεροι μόνο να το περιγράψουν και να το αναλύσουν.
Ρωτώ λοιπόν τον πολιτικό Παγκαλο: αυτά γιατι δεν τα βλέπατε το 1998 το 1999 το 2000 κτλπ. Και γιατι εάν τα βλέπατε ( είμαι βεβαίως οτι τουλάχιστον εσείς τα βλέπατε) δεν κάνατε τίποτα.
Αυτη είναι η απορία μου και το παράπονο μου απο τα δυο κόμματα εξουσίας. Το κακό είναι οτι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Είναι προφανές οτι τα αριστερά κομματα που δεν συμμετέχουν είναι χειρότερα και απο την στρουθοκάμιλο και για τα πιο δεξιά καλύτερα να μην πω τίποτα.