«Εκεί-εκεί, στη Β’ Εθνική…»
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1977, επήρε τη ράβδο του προσκυνητή και γύριζε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σκοπός του ήταν να πείσει ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει πλήρες μέλος της τότε ΕΟΚ. Ηταν προφανές ότι οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις δεν υπήρχαν. Υπήρχε σημαντική καθυστέρηση σε όλους τους τομείς. Η Ευρώπη είχε ελάχιστα πράγματα να κερδίσει από ένα δέκατο μέλος και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα ήταν ορατοί. Ο μακαρίτης Ηλίας Ηλιού είχε γράψει μία εμπεριστατωμένη μελέτη που την ονόμαζε «Η Ελλάς εις τον λάκκον των λεόντων».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απαντήσει με το ποικιλοτρόπως σχολιασθέν: «Θα σας ρίξω στην θάλασσα και ή θα μάθετε κολύμπι ή θα πνιγείτε». Η βασική αιτία της βιασύνης του Καραμανλή και της τελικής αποδοχής της ελληνικής υποψηφιότητας από τα άλλα εννέα κράτη ήταν πολιτική. Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική σταθερότητα της χώρας.
Αμέσως μετά τη θριαμβευτική εκλογή του, το 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε στροφή 180 μοιρών. Εγκατέλειψε την προοπτική μιας ειδικής σχέσης τύπου Νορβηγίας και με το Μνημόνιο του Γρηγόρη Βάρφη κατ’ αρχήν, το δικής μου εμπνεύσεως αίτημα για τη δημιουργία των ΜΟΠ (Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων) αργότερα κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικοτεχνικές αδυναμίες της αρχικής διαπραγμάτευσης. Εκ φύσεως και πεποιθήσεως, ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε σε μια μεγαλεπήβολη εξωτερική πολιτική. Οι ειδικές του σχέσεις στον αραβικό κόσμο και στο σοβιετικό στρατόπεδο, οι πρωτοβουλίες του για την ειρήνη, τον ξεχώριζαν από τους άλλους ηγέτες της Δύσης. Ανοιγε καινούργιους δρόμους σε έναν τομέα που του πήγαινε εξαιρετικά λόγω της προϊστορίας του και των ιδιαίτερων γνώσεων που είχε συσσωρεύσει.
Η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης από το ΠαΣοΚ είχε μια πολιτική που ξεπερνούσε τα όρια της πραγματικής της ισχύος, οικονομικής και στρατιωτικής. Η βουλησιαρχική αυτή πολιτική στηριζόταν βέβαια στην προσωπικότητα του Πρωθυπουργού, αλλά και στη δυναμική που είχε δοθεί στο υπουργείο Εξωτερικών και αφορούσε όχι μόνο τους υπουργούς, αλλά και όλα τα στελέχη του. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αυτή η «μεγάλη» πολιτική είχε εκφραστεί με την επιτυχή έκβαση της σύνδεσης της δημιουργίας των ΜΟΠ με τη διεύρυνση προς την Ιβηρική. Τότε ήρθαν στην Ελλάδα περίπου 2,5 δισ. σημερινά ευρώ. Και μπήκαν οι βάσεις για την άσκηση μιας πολιτικής σύγκλισης και συνοχής που συνεχίζεται ως σήμερα. Το 1994 η ελληνική προεδρία αποθεώθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την πρωτοφανή στα ευρωπαϊκά χρονικά επιδοκιμασία του απολογισμού της από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Εργο της ήταν η διεύρυνση προς τις Αυστρία, Σουηδία και Φινλανδία, η πρώτη συνάντηση κορυφής Ευρώπης – Ρωσίας και η επινόηση ενός συστήματος λειτουργίας και συναπόφασης των θεσμών, για να αναφέρουμε μόνο τα κυριότερα.
Επειδή είναι κακό να καβαλάει κανείς το καλάμι, θέλουμε να είναι σαφές ότι δεν υποστηρίζουμε κανενός είδους αποσύνδεση των διπλωματικών ικανοτήτων μιας χώρας από τις οικονομικές της δυνατότητες. Οσο πιο ισχυρή οικονομικά είναι μια χώρα τόσο πιο έντονη είναι η δυνατότητά της να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις. Ουδέποτε όμως θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι η τότε ουραγός οικονομικά Ελλάδα με τα λαμπρά διπλωματικά επιτεύγματα θα καταντούσε στην κατάσταση που είναι σήμερα.
Το γράφω αυτό γιατί στα «Νέα» η κυρία Νατάσα Μπαστέα δημοσίευσε την είδηση ότι οι έξι ιδρυτικές χώρες της Ευρώπης με την προσθήκη της Δανίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, της Αυστρίας και τέλος της Πολωνίας, έπειτα από διαβουλεύσεις, υπέγραψαν σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών ένα κοινό κείμενο. Το κοινό κείμενο προβλέπει κατά την εκλεκτή δημοσιογράφο: «Τη δημιουργία μιας υπερκυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση συζητούν έντεκα ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ των οποίων οι πέντε από τις έξι μεγαλύτερες, πλην Βρετανίας – και προωθούν μεγάλες αλλαγές στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική, με την πρόταση για ένα πανίσχυρο πανευρωπαϊκό υπουργείο Εξωτερικών, τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία (ώστε να ξεπερνιούνται τα βέτο), τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού και ενιαίας αγοράς για τις αμυντικές βιομηχανίες της ΕΕ».
Είναι η πρώτη φορά από το 1981 που η Ελλάδα έμεινε στο περιθώριο μιας εξέλιξης που έχει χαρακτήρα αιχμής και θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης.
Παίζουμε πια στη Β’ Εθνική. Είτε μας αρέσει είτε όχι. Και αυτοί που ισχυρίζονται ότι έχουν μεγάλη εθνική ευαισθησία θα έπρεπε να θέσουν ως πρωταρχικό τους στόχο την επαναφορά του κύρους της χώρας στο σημείο που θα μας επιτρέψει να γίνουμε το δωδέκατο μέλος αυτής της προσπάθειας.
Δημοσιευθηκε στο ΒΗΜΑ στις 02.12.2012 .
Αναμφισβήτηα τά ΜΟΠ καθώς καί η συμβολή τής Ελληνικής Προεδρίας στήν τότε διεύρυνση τής Ευρωπαικής Ενωσης ήταν μεγάλα επίτευγματα. Ας μού επιτραπεί πάντως νά παρατηρήσω ότι η τότε Κυβέρνηση Πασόκ δεν φαίνεται νά έκανε αρκετά γιά νά αντιμετωπιστεί τό οικονομικό χάσμα μεταξύ Ελλάδος καί τών άλλων Κρατών τής τότε ΕΟΚ. Τό χρέος αυξήθηκε από 25% τού ΑΕΠ τό 1981 σέ άνω τού 65% τό 1989, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόστηκε επεκτατική οικονομική πολιτική (αύξηση μισθών, συντάξεων, καί κάθε είδους παροχών) ενώ ο πληθωρισμός εκάλπαζε καί τά άλλα Κράτη τής ΕΟΚ εφήρμοζαν τήν ακριβώς αντίθετη πολιτική γιά νά συγκρατήσουν τόν συγκρατήσουν. Δέν είμαι βέβαιος, αλλά μένω μέ τήν εντύπωση ότι Ελλάδα τελικά εφθασε νά έχει διπλάσιο η τριπλάσιο πληθωρισμό σέ σχέση μέ τόν μέσο κοινοτικό πληθωρισμό.
Συμπερασματικά, δέχομαι ότι οι Κυβερνήσεις Πασόκ έχουν θετικά στόν απολογισμό τους, αλλά ύπάρχουν καί αρνητικά, μεταξύ τών οποίων θεωρώ σάν τό πιό σημαντικό τήν μεγάλη αύξηση τού χρέους η οποία δυστυχώς συνεχίστηκε καί τήν μετά Πασόκ περίοδο. Ισως τό σημερινό πρόβλημα νά μήν είχε τίς διαστάσεις πού έχει αν τότε είχε εφαρμοστει μιά διαφορετική οικονομική πολιτική, μέ λιγώτερες αυξήσεις καί δανεισμό.
Σημείωση 1: Ο Ανδρέας στην χρυσή 8ετια είχε επιτύχει το σημερινό στόχο που έχει τεθεί μετά το Μάαστριχ, δηλ. χρέος 60% του ΑΕΠ!!!
Σημείωση 2: Ο Ανδρέας στην χρυσή 8ετια είχε επιτύχει μία εντυπωσιακή βελτίωση του πληθωρισμού, -184,7%, τον οποίον παρέλαβε τον Οκτώβριο του 1981 της τάξης του 24,2% και παρέδωσε τον Ιούνιο του 1989 πληθωρισμό στο 13,1%!!! Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι στα επόμενα 4 χρόνια θα έπεφτε ακόμη ποιο κάτω (όπως έγινε το 1996 στο 8,2% ) αλλά δυστυχώς το 1990 εκτινάχθηκε στο 20,4% λόγω της πολιτικής αστάθειας και ακυβερνησίας της χώρας και λόγω των εκλογικών συγκρούσεων, την καταστροφική περίοδο 1989- 1990 (το μήλο – Σαμαράς- κάτω από την μηλιά θα πέσει -Μητσοτάκης!!)
Ενδιαφέροντα στοιχεία. Γιά νά τά σχολιάσω θά πρέπει νά βρώ στοιχεία πού δέν διαθέτω αυτή τή στιγμή. Αν τά βρώ, θά υπάρξη μιά ανταπάντηση, Ειλικρινά πιστεύω στόν επικοδομητικό διάλογο.
Οπως ανέφερα στό πρώτο σχόλιό μου, υπηρξαν πολλά θετικά κατά τήν πρώτη διακυβέρνηση Πασόκ. Νομίζω πάντως οτι τά κατωτέρω στοιχεία, προερχόμενα από European Commission > Economic and Financial Affairs > AMECO, συνηγορούν μέ τήν άποψη ότι μακροχρόνια θεωρούμενη, η Οικονομική πολιτική τής εν λόγω διακυβέρνησης (1981-1989) είναι επιδεκτική κριτικής. Στίς δύο παρατηρήσεις στό σχόλιό μου μπορεί κανείς νά αντιπαρατείνει:
1) Κατά τίς αφερθείσες στατιστικές, τό χρέος σάν ποσοστό τού ΑΕΠ πέρασε γιά τήν Ελλάδα από 26,7% τό 1981 σέ 64,8 % τό 1989. Κατά τήν αυτή περίοδο, γιά τό σύνολο τών χωρών τής τότε ΕΟΚ πέρασε από 41,7% σέ 53,8%. Παρατηρούμε ότι ενώ τό Ελληνικό χρέος εκτινάχτηκε, τό αντίστοιχο τών άλλων χωρών λίγο μόνο αυξήθηκε. Παρατηρούμε επίσης ότι κατά τήν εν λόγω οκταετία θά είχε μπορούσε νά επιτευχθεί ο στάχος τού 60% τού Μάαστριχτ απλώς επειδή τό ποσοστό χρέους κατά τήν στιγμή τής εκκίνησης (26,7%) ήταν λιγώτερο από τό μισό τού 60% πού όριζε τό Μάαστριχτ.
2) Αλλά καί όσον αφορά τόν πληθωρισμό τά άλλα κράτη μέλη είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις: ναί μέν ο πληθωρισμός στήν Ελλάδα πέρασε από 24,2% τό 1981 σέ 13,1% τό 1989(τά στοιχεία τής Επιτροπής είναι παραπλήσια τών στοιχείων πού αναφέρονται στήν δεύτερη παρατήρηση), αλλά τήν ίδια περίοδο ο μέσος πληθωρισμός τής τότε ΕΟΚ πέρασε από 12% στό 4,4%. Δηλαδή, ενώ στήν περίπτωση τής Ελλάδας η μείωση τού πληθωρισμού ήταν –184,7%, στό σύνολο τής ΕΟΚ ήταν –272,3%.
Ας μού επιτραπεί κατά συνέπεια νέ διατηρήσω τήν άποψη ότι στήν εν λόγω διακυβέρνηση Πασόκ έγειναν καί θετικά αλλά καί αρνητικά, από τά οποία θεωρώ πιό σημαντικό τήν εκτόξευση τού χρέους.