Η κρίση της Γάζας, της Ουκρανίας και εμείς

Έπειτα από έντεκα περίπου χρόνια ενασχόλησης με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, δεν έχω βέβαια την τάση να πλειοδοτήσω ή να μετατρέψω τα διεθνή συμφέροντα σε θέματα μικροκομματικής καπηλείας.

Ούτε υποτιμώ τις δυσκολίες που παρουσιάζει για την ελληνική διπλωματία η οποιαδήποτε ανάμειξη στο θέμα των εχθροπραξιών της Γάζας ή στο άλλο καυτό ζήτημα των ημερών, που είναι η αυτοδιάθεση του ρωσόφωνου λαού της Ανατολικής Ουκρανίας, ο σεβασμός των συνόρων σε αυτή την περιοχή, σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται, στις μειονότητες που δημιουργούνται από τη μεταβολή των ομόσπονδων σοβιετικών δημοκρατιών σε ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη.

Το Ισραήλ μπροστά στην ισλαμική στροφή της Τουρκίας και την εν γένει άνοδο του Ισλαμισμού και κυρίως της πιο ακραίας εκδοχής του, που είναι οι τζιχαντιστές, είναι λογικό να στραφεί προς τη μόνη δυτικού τύπου δημοκρατία που υπάρχει στην περιοχή, την Ελλάδα. Βέβαια, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και των πολιτικών τους κινημάτων δεν είχαν ποτέ διαρραγεί. Ιδιαίτερα, ήταν τακτικότατες οι επαφές μεταξύ του εβραϊκού Κογκρέσου και των ομογενειακών οργανώσεων. Εγώ ο ίδιος συνήθιζα κάθε Σεπτέμβριο, όταν πήγαινα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, να καλώ την ηγεσία του εβραϊκού Κογκρέσου σε ένα πρόγευμα εργασίας, όπου συχνά είχαν αναληφθεί δεσμεύσεις ακόμη και για πολιτικές συνεργασίες στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Ωστόσο η προνομιακή σχέση της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες και ιδιαίτερα το παλαιστινιακό κίνημα ήταν άξονας της εξωτερικής μας πολιτικής, ιδιαίτερα όταν τους δύο λαούς εκπροσωπούσαν ηγέτες όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Γιάσερ Αραφάτ.

Στη σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας τα πράγματα είναι ταυτόχρονα πιο απλά και πιο περίπλοκα, όσο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο παράδοξο. Και οι τρεις λαοί, Ελληνες, Ουκρανοί και Ρώσοι, είμαστε στην πλειοψηφία μας ορθόδοξοι. Να μην σπεύσει κανείς αφελής να ειρωνευτεί τη σημασία αυτής της διαπίστωσης, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ιδέα από την παλινόρθωση της θρησκείας στην πρώην Σοβιετική Ενωση και την ιδιαίτερη σημασία που έχει αυτή η εξέλιξη.

Οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας και με τις δύο χώρες είναι σημαντικές και συνεχώς διευρυνόμενες. Επίσης, ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα μας, που μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει ακόμη και φέτος, που είναι και για τους μεν και για τους δε χρονιά κρίσης και αβεβαιότητας.

Η αποκοπή της Ουκρανίας από τη Ρωσία μεταθέτει τα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών, ακόμη πιο έντονα, προς τα βορειοδυτικά και ενισχύει τη γερμανική παντοδυναμία στην Ευρώπη. Οποια και αν είναι η έκβαση της σύγκρουσης από οικονομική άποψη, η Ελλάδα θα χάσει.

Τέλος, στο ρωσόφωνο τμήμα της Ουκρανίας κατοικούν, απόλυτα ενσωματωμένοι, περίπου 500.000 Ελληνες ποντιακής προέλευσης.

Δεν περιμένω βέβαια από την Ελλάδα, που ορθώς έχει ως πρώτο καθήκον την ευνοϊκή επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού της χρέους, να ορθώσει το ανάστημά της και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μία ή την άλλη διένεξη ή και στις δύο.

Ούτε υποβαθμίζω τα εσωτερικά προβλήματα, όπως την ύφεση, την ανεργία, τις περικοπές μισθών και ημερομισθίων, τη φοροδιαφυγή και την αδυναμία πληρωμής στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Δεν μπορώ να ξεχάσω επίσης την κατάπτωση του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου, που οδήγησε στη σημερινή αντιπολίτευση, η οποία ασκείται με όρους παραφροσύνης.

Νομίζω όμως ότι με δεδομένα όλα αυτά που προανέφερα, μια πιο δραστήρια ανάμειξή μας και στις δύο διενέξεις επιβάλλεται. Οσο και αν απασχολούνται με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών και το περιβάλλον του Πρωθυπουργού, μια αποστολή καλής θέλησης για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ένα μη κυβερνητικό στέλεχος θα είναι καταρχήν μια θετική πρωτοβουλία.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Share