Το γλωσσάριο της κωλοτούμπας – Σφετερισμός

Το 1956, όταν έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Νομική Σχολή Αθηνών, λειτουργούσε στη φοιτητική λέσχη συσσίτιο για του φοιτητές, βιβλιοθήκη, γραφεία των φοιτητικών συλλόγων και ο κινηματογράφος «Ίρις», που έπαιζε έργα ποιότητας με συμβολικό εισιτήριο για τους φοιτητές. Επί της Ιπποκράτους μας περίμεναν δυο τεράστια βιβλιοπωλεία, που συνεργαζόντουσαν ο Βαγιονάκης και ο Γρηγορόπουλος. Στα σκοτεινά τους υπόγεια έκρυβαν θησαυρούς παλιών και μεταχειρισμένων βιβλίων και το όλο συγκρότημα ήταν παράδεισος για τους βιβλιοφάγους, αφού μπορούσες με τις ώρες να περιεργάζεσαι πότε το ένα πότε το άλλο βιβλίο, χωρίς να σου ασκείται οποιαδήποτε πίεση για να αγοράσεις. Μοναδική παραφωνία στην πνευματικότητα του κτιρίου ήταν «Ο Πλάτανος», ψησταριά περιωπής με σουβλιστά αρνιά και κοκορέτσια, που εξαπέλυε από την ημικυκλική γωνία του κτιρίου τις βουνίσιες ευωδίες της προς την Ιπποκράτους και την Ακαδημίας.

Εκεί, λίγο καιρό μετά την εγγραφή μου, παρασύρθηκα σε μια ολιγομελή και πρόχειρα οργανωμένη διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη δολοφονία από πράκτορες της βέλγικής αποικιοκρατίας του ηγέτη του λαού του Κονγκό, Λουμούμπα. Επειδή ήμουν αγγλόφωνος, μου ανέθεσαν τη μετάφραση ενός λόγου που εκφώνησε ένας μαύρος φοιτητής της Θεολογίας από την Κένυα. Όταν τελείωσε η εκδήλωση, με πλησίασε ένας σωματώδης κύριος με κουστούμι τριών τεμαχίων (γιλέκο), χρυσή αλυσίδα και φανταχτερή γραβάτα και μου είπε με ένα ευγενικό χαμόγελο: «Κύριε Πάγκαλε ελάτε λίγο πιο δω γιατί έχω να σας πω κάτι προσωπικό». Απομακρυνθήκαμε μαζί από τους διαλυόμενους φοιτητές και ο κομψός συνομιλητής μου, μου έτεινε το χέρι και συστήθηκε: «Τασιγιώργος, διοικητής ασφαλείας Αθηνών». Και συνέχισε χωρίς να εγκαταλείψει ούτε στιγμή το χαμόγελό του, ενώ μου κρατούσε πάντα σφιχτά το χέρι. «Κωλόπαιδο, που τον βρήκες τον αράπη; Δεν ντρέπεσαι, γιος πτεράρχου να διαδηλώνεις με τους κομμουνιστές; Θα σε έχω στο μάτι. Μόλις κουνηθείς θα σε γ…..». Χαμογελώντας πάντα με μια ακροβατική, πραγματικά, ευκινησία μου τράβηξε δυο κλωτσιές, μια στον κάθε αστράγαλό μου, που με έκαναν να πονέσω φρικτά. Ήταν η πρώτη επαφή μου με το νεοσύστατο, τότε, κράτος του μετέπειτα «εθνάρχη», αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Μετά από μερικούς μήνες, συμφοιτητές μου έδειξαν στα προπύλαια της νομικής στην οδό Σόλωνος δύο χλωμούς νέους, που περιστοιχίζονταν από μια χαρούμενη παρέα. «Είναι ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Τάσος Τρίκας», μου είπε κάποιος «Οι τελευταίοι φοιτητές, που ήταν εξορία. Μόλις απολύθηκαν με τα μέτρα επιεικείας». Σπουδάζαμε «περιφρουρούμενοι» από δεκάδες χαφιέδες του Σπουδαστικού Τμήματος της Διεύθυνσης Συνδικαλισμού της Γενικής Ασφάλειας. Κάθε τι, που μπορεί να λέγαμε, ακόμη και παράπονα για την καθημερινότητά μας, τι εφημερίδα διαβάζαμε, τι βιβλία αγοράζαμε, ποιους κάναμε παρέα, καταγραφόταν από αυτούς τους χαφιέδες σε ογκώδεις φακέλους. Για να αποκτήσουμε άδεια οδηγήσεως αυτοκινήτου ή δικύκλου, έπρεπε να προσκομίσουμε Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων. Στο στρατό πηγαίναμε χαρακτηρισμένοι σε κατηγορίες: «Ε» δηλαδή εθνικόφρονες, «ΑΒΓ» ύποπτοι για αντεθνική δράση. Ο στιγματισμός σου δεν εξαρτιόταν μονάχα από την ατομική σου συμπεριφορά αλλά και από τη δράση ή τα υποτιθέμενα φρονήματα των συγγενών σου μέχρι δευτέρου ή τρίτου βαθμού. Για να πάρεις διαβατήριο και να μεταναστεύσεις χρειαζόταν επίσης, εκτός από το απολυτήριο στρατού το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων. Ούτε, βέβαια, κατά διάνοια μπορούσε κανείς να σχεδιάσει μια καριέρα στο δημόσιο, αφού το πιστοποιητικό αυτό ήταν τυπική προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης. Συχνές ήταν οι αναίτιες προσκλήσεις σε αστυνομικά τμήματα, που κατέληγαν σε προσεκτικούς μεν, αλλά επώδυνους ξυλοδαρμούς. Και, βέβαια, όσοι συμφοιτητές ήθελαν να προκόψουν μεταβάλλονταν και αυτοί σε χαφιέδες και σιτίζονταν δωρεάν στο ημιυπόγειο υπηρεσιακό εστιατόριο του Γ’ αστυνομικού τμήματος στη γωνία Βουκουρεστίου και Βαλαωρίτου (εκεί που είναι σήμερα η Eurobank).

Άκουσα πριν από μέρες τον αναιδέστατο αρχηγό της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, που τραγουδάει επαναστατικό ραπ και οδηγεί πολυτελέστατο αυτοκίνητο, να μιλάει για τον παππού του, τον προπάππο του και κάτι τέτοιο και να ζητάει ένα κομματικό μερίδιο απ’ το δημόσιο κορβανά, επειδή κάποιος πρόγονός του ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Εμείς τότε ονειρευόμαστε ότι η Σοβιετική Ένωση, όπως εσφαλμένα την είχαμε φανταστεί, δημιουργούσε τον νέο άνθρωπο, ότι θα ξεπερνούσε την Αμερική στην παραγωγή χάλυβα και ηλεκτρικής ενέργειας, λατρεύαμε τα σοβιετικά φιλμ, ονειροπολούσαμε όταν βλέπαμε στο Ηρώδειο το θέατρο «Μπολσόι» και μέναμε άυπνοι για να δούμε να περνάει ψηλά στον ορίζοντα ένα μικρό φωτεινό στίγμα, που ήταν ο «Σπούτνικ». Ζητάγαμε «Ύφεση, Ειρήνη, Αφοπλισμό, Αμνηστία και Λήθη, Δημοκρατία, Ισονομία και Ελευθερία» και για αυτά τα αιτήματα είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας και να υποστούμε κάθε είδους ταλαιπωρίες και βασανισμούς. Ίσως να είμαι έξω από την πραγματικότητα, αλλά μου ‘ρχεται πηγαία να τονίσω: «Άει στο διάολο επιτέλους, τσογλάνια. Σφετεριστές!»

Share