Είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις λέξεις που έχουν περάσει από τα τούρκικα στην καθομιλουμένη και την αντίστοιχη έννοιά τους. «Χαβούζ», στα τουρκικά λίμνη έγινε στην καθομιλουμένη χαβούζα, δηλαδή τόπος εναπόθεσης λυμάτων και μολυσμένων υγρών. «Κιτάπ» και «τεφτέρ», περσικής προέλευσης λέξεις για το βιβλίο και το τετράδιο έγιναν κιτάπι και τεφτέρι, δηλαδή παλιό και χρησιμοποιημένο πρόχειρο δείγμα του αντιστοίχου είδους. «Μπαξίς», φιλοδώρημα, έγινε παράνομο και ύποπτο ποσό διατιθέμενο για δωροδοκία και τέλος «ρουσφέτ», που σημαίνει στα τούρκικα ότι σημαίνει και στα ελληνικά και είναι εξίσου καταδικαστέο.

Στα 32 χρόνια κοινοβουλευτικής μου ζωής συνάντησα άπειρους που μου ζητούσαν ρουσφέτι ή ευγενέστερα εξυπηρέτηση. Γενικά αρνιόμουνα. Είχα εφεύρει και δύο τακτικές. Η μια ήταν ανεπιτυχής, δηλαδή επίκληση του γενικού συμφέροντος, της ισότητας μεταξύ των πολιτών και της αξιοκρατίας, για τα οποία κανείς δεν έδινε δεκάρα. Η άλλη ήταν σχετικά επιτυχής. Συνήθως ερχόταν να ζητήσει το ρουσφέτι κάποιος συγγενής του ενδιαφερομένου νέου και εγώ λοιπόν έλεγα στον αιτούντα «να έρθει το ίδιο το παιδί να με συναντήσει, να τα πούμε». Συνήθως ο ενδιαφερόμενος άμεσα νέος δεν εμφανιζόταν χωρίς να ειδοποιήσει. Αυτό γινόταν για πολλούς λόγους. Δεν μπορούσε να ξυπνήσει τόσο νωρίς, παρασυρόταν από την παρέα του στην καφετέρια ή από τα ερωτικά του αισθήματα, δούλευε ήδη σε κάποια ευκαιριακή απασχόληση και ζητούσε απλώς διορισμό στο Δημόσιο. Αργομισθία δηλαδή. Εγώ πάντως γλίτωνα στις 9 από τις 10 περιπτώσεις τη δυσάρεστη επαφή μαζί του. Το Δημόσιο έχανε έναν ακόμα συμβασιούχο που θα διαδήλωνε αργότερα κραυγάζοντας «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Το τελικό επιχείρημα του συγγενούς ήταν ότι επικαλείτο την πιστή του σταυροφορία για τις εκλογές. Υπήρχαν κωμικές στιγμές όπως εκείνη η γυναίκα που μου ζητούσε μετάθεση φαντάρου και ψήφιζε 30 χρόνια για εμένα… στην Ηλιούπολη, δηλαδή σε άλλη εκλογική περιφέρεια. Όταν απελπιζόμουν και αγανακτούσα, ιδίως μετά το επιχείρημα «ο τάδε μας είπε ότι γίνεται» συμβούλευα να πάνε στον άλλο πολιτευτή, ίσως και στο άλλο κόμμα.

Το ελληνικό δημόσιο χρεωκόπησε από τη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που αναιδέστατα αρνούντο κάθε αξιολόγηση με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκείς και κοστοβόροι ταυτόχρονα. Επειδή το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, όταν ρουσφετολογεί ο υπουργός, ρουσφετολογούν και τα άλλα πολιτικά στελέχη του υπουργείου και μετά και άλλοι, οι ανώτεροι υπάλληλοι κλπ. αξιοποιώντας όποια εξουσία έχουν στα χέρια τους.

Όταν εκινήθησαν οι πρώτες ιδέες κατάργησης του ρουσφετιού είχα συνομιλήσει μία μέρα κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως της Βουλής είχα συνομιλήσει με τον μακαρίτη πρώην Δήμαρχο Τριπόλεως και νυν Βουλευτή Αρκαδίας Τάσο Σεχιώτη. Ο απόγονος αυτός του Κολοκοτρώνη στον οποίο έμοιαζε και ελαφρά, εκάπνιζε μακαρίως την πίπα του μαζί μου υπό τη σκέπη των θεωρείων της εθνοσυνέλευσης. Τότε δεν υπήρχε η σημερινή αντικαπνιστική υστερία. Με ρώτησε σε μια στιγμή ο Σεχιώτης πως τα πηγαίνω και εγώ διαμαρτυρήθηκα για την υφιστάμενη πίεση διορισμών στο Δημόσιο. Είπα ως επιχείρημα πως προεκλογικά το σημείο αυτό του λόγου μας που ανακοινώναμε την πρόθεση του κόμματος να καταργήσει το ρουσφέτι συναντούσε μεγάλη αποδοχή. Ο Σεχιώτης με κοίταξε έκπληκτος και είπε: «Μα εσύ είσαι αφελής. Εννοούσαν όταν χειροκροτούσαν ότι θα καταργήσουμε τα ρουσφέτια των δεξιών για να κάνουμε επιτέλους τα δικά μας».

Πολύ καιρό αργότερα και με διάφορες δολιχοδρομήσεις το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να φέρει στη Βουλή τον λεγόμενο Νόμο Πεπονή. Η κοινή γνώμη «του χώρου» ήταν σαφώς αντίθετη. Στη Βουλή είχα μιλήσει και εγώ (εκ των ελαχίστων) με θέρμη και υποστήριξα το νομοσχέδιο του Πεπονή το οποίο ψηφίστηκε τελικά με την εφαρμογή κανόνων κομματικής πειθαρχίας. Το βράδυ της ψήφισης είχα να πάω στα εγκαίνια νέων γραφείων στη Νέα Πέραμο. Οι κάτοικοι είναι Μικρασιατικής προέλευσης, ψαράδες και ναυτικοί, προοδευτικών γενικά απόψεων και αντιλήψεων. Το κλίμα ήταν εχθρικό για εμένα. Είχα προδώσει τις απόψεις τους που ήταν υπέρ του διορισμού στο δημόσιο κάποιου προσώπου μέλους της οικογένειάς τους. Το επιχείρημά μου, ότι αν το κόμμα ωφελείτο από τους διορισμούς και αν οι δεξιοί κυβερνούσαν ανενόχλητοι την Ελλάδα 150 χρόνια δεν ήταν δυνατόν η ΑΔΕΔΥ να έχει πλειοψηφία και ηγεσία ΠΑΣΟΚ, δεν έπιανε τόπο.

Το ΑΣΕΠ έγινε στόχος πολλών επιθέσεων, συνήθως έμμεσων. Θα ήταν, πραγματικά, έκπληξη αν η πλειοψηφία ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ το άφηνε να κάνει τη δουλειά του. Έχει όμως σημασία να δούμε πως υπονομεύεται το ΑΣΕΠ από την παρούσα κυβέρνηση. Γιατί οι οπαδοί της σημερινής κυβέρνησης που διορίζονται στο Δημόσιο με συμβάσεις εργασίας ή έργου δεν είναι απλώς οπαδοί ενός άλλου κόμματος. Είναι οπαδοί ενός άλλου πολιτεύματος. Δηλαδή αναρχοφασιστικής ιδεολογίας. Προ ημερών ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου πρώην Γεν. Γραμματέας της Βουλής και Αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ σε άρθρο του με τίτλο «Γιατί καθυστερούν οι προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ» αναφέρει ότι 338.178 υποψηφιότητες εκκρεμούν για μόλις 13.569 θέσεις μονίμων σε 42 διαδικασίες προσλήψεων που αφορούν το ΑΣΕΠ. Επίσης καθυστερεί η επιλογή 77 διοικητικών γραμματέων από 4.673 υποψηφιότητες και η επιλογή 103 Γενικών Διευθυντών καθώς 463 Διευθυντών. Το υπόλοιπο του άρθρου έχει μεγάλο ενδιαφέρον όμως εμείς θα αρκεστούμε σε μια φράση του κ. Παπαϊωάννου από το ίδιο κείμενο: «είναι σαφές ότι φέτος δοκιμάζονται οι αντοχές του ΑΣΕΠ».

Share

Στο βιβλίο μου «Το γλωσσάριο της κωλοτούμπας», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το 2017, το πρώτο κείμενο είχε τίτλο «Αμερικάνοι». Οραματίζομαι στο τέλος του άρθρου μια διαδήλωση μπροστά από την αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα, που θα κραυγάζει τα συνθήματα: «Ζήτω οι βάσεις του θανάτου» και «Αμερικάνοι, γερά με τσαμπουκά, δώστε μας και εμάς λεφτά». Στη σελίδα 31 του ιδίου πονήματος στο λήμμα που έχει τίτλο «Αξιοπρέπεια» σχολιάζεται το σύνθημα «Στα Τέσσερα» που εξεστόμισε μέσα στη Βουλή προς την Αντιπολίτευση ο κυβερνητικός εταίρος. Στη σελίδα 58 υπό τον τίτλο «Βάσεις» σχολιάζεται το σύνθημα «Έξω οι βάσεις του θανάτου» και «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο».

Αυτό είναι το παρελθόν της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, θα μου επιστρέψετε να προσθέσω εγώ. Έχει δίκιο λοιπόν ο κ. Καμμένος, που αναρμοδίως, γιατί τέτοιες προτάσεις γίνονται συνήθως από το Υπουργείο Εξωτερικών και χωρίς να συνεννοηθεί, όπως φαίνεται, ούτε καν με τον Πρωθυπουργό του, νέες βάσεις στη Λάρισα, στον Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη και γιατί όχι στην Κάρπαθο (Ότι η τελευταία είναι αποστρατιωτικοποιημένο έδαφος με βάση τη συνθήκη εκχώρησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, που βεβαίως έχει προσυπογράψει και η πατρίδα μας, δεν φαίνεται να απασχολεί τον Αρχιστράτηγο, Παναγιώτη Καμμένο).

Μικρά ζητήματα δείχνουν τι είδους κυβέρνηση έχουμε, ποιες ανοχές μπορεί να υπάρξουν απέναντι στη συμπεριφορά της και ποιο είναι το διεθνές κύρος της; Υπήρχε τρόπος θεσμοθετημένος και δοκιμασμένος να αποφευχθούν όλα αυτά. Να ακούσει με ηρεμία ο εκπρόσωπος της χώρας Υπουργός Εθνικής Αμύνης τα αμερικανικά αιτήματα, να παζαρέψει τα ανταλλάγματα, που προφανώς θα έπρεπε να καταβληθούν ή να γίνουν τουλάχιστον γνωστά και να επακολουθήσει μια περίοδος διαπραγματεύσεων, που θα περιλάμβανε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Βουλής, χωρίς καμία εξαίρεση. Αν εξαιρέσει κανείς το ΚΚΕ, που με βάση το παρελθόν του θα ήταν εναντίον κάθε βελτίωση της σχέσης Ελλάδας – ΗΠΑ, βλέπουμε τέτοιου είδους προτάσεις να έχουν εξασφαλίσει ένα ζωηρό ενδιαφέρον και την αποδοχή σημαντικού τμήματος της Εθνοσυνέλευσης.

Γιατί λοιπόν δεν συν εκλήθη το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής με την ευρύτερη δυνατή σύνθεσή του; Ένας λόγος είναι ο συσχετισμός δυνάμεων. Σε ένα τέτοιο συμβούλιο θα παρίσταντο γνωστοί και ψηφισμένοι με μεγάλες πλειοψηφίες Πρωθυπουργοί όπως ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς. Στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών η κατάσταση θα ήταν ακόμα καλύτερη: Ντόρα Μπακογιάννη, Αντώνης Σαμαράς, Κάρολος Παπούλιας, ο γράφων, Ευάγγελος Βενιζέλος, Δημήτρης Αβραμόπουλος και Πέτρος Μολυβιάτης θα άκουγαν κατανυκτικά την εισήγηση και τα επιχειρήματα του νυν ΥΠΕΞ. Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών προτίμησαν να μη χρησιμοποιήσουν τη δυνατότητα στρατολόγησης ενός ακροατηρίου εκλεκτού. Προφανώς τους πλάκωσε το πάπλωμα ή αν θέλετε μια λιγότερο λαϊκή έκφραση, το πλέγμα κατωτερότητας.

Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι μονάχα να υπογραμμίζει τη σημασία διαφόρων τελετών και να σταματάει σε κάθε χωριουδάκι της Ελλάδας. Ας του πει κάποιος στο αυτί ότι έχει σύμφωνα με το πνεύμα του Συντάγματος τη δυνατότητα επέμβασης όταν επίκεινται εθνικές καταστροφές. Είχαμε πάρε την απόφαση να σφίξουμε το ζωνάρι μέχρι εκεί που δεν παίρνει, ενώ γύρω μας θα ολοκλήρωνε το καταστροφικό του έργο ο Τσιπρανέλ στην οικονομία. Δεν είμαστε έτοιμοι όμως να κρατήσουμε στην εξουσία το σημερινό συνονθύλευμα ενώ θα επέρχονται εθνικές καταστροφές.

Ας πει κάποιος στον κ. Παυλόπουλο ότι ενός ορισμένου τύπου ανοχή είναι δυνατόν να θεωρηθεί συνενοχή.

Share

Δεν υπάρχει πιο δόλια παγίδα από αυτή που στήνουν οι οικονομικές επιστήμες στους αδαείς. Στις θετικές επιστήμες δεν είναι δυνατόν να παραστήσεις ότι ξέρεις κάτι που αγνοείς. Υπάρχουν πειραματικές αποδείξεις των ισχυρισμών σου και άλλοι πολλοί τρόποι που ξεχωρίζουν το υπαρκτό από το υποτιθέμενο. Εγώ παραδείγματος χάριν, ήμουν άσχετος στις θετικές επιστήμες. Στα Μαθηματικά κουτσά, στραβά κάτι έκανα. Στη Φυσική όμως τα πράγματα γίνονταν πολύ πιο επικίνδυνα. Αν πεις δε για τη Χημεία, ουδέποτε κατάλαβα περί τίνος πρόκειται.

Στις θεωρητικές επιστήμες αντίθετα οι ιδέες ισχύουν άνευ αποδείξεως. Καμιά φορά μπορεί να ισχύσει η ιστορική λεγόμενη απόδειξη που προϋποθέτει συχνά ότι οι υπεύθυνοι για έναν πόλεμο έχουν πεθάνει ή είναι κοντά στο θάνατό τους. Εξ’ ου και το μεγάλο πρόβλημα της αξιοπιστίας. Δηλαδή να πιστεύουν όσοι σ’ ακούνε ότι αυτά που λες είναι σωστά επειδή τα λες εσύ.

Τα οικονομικά έχουν ένα νόθο χαρακτήρα. Είναι ένα σύνολο παραστάσεων και προβλέψεων για το μέλλον, που δεν στηρίζονται σε ένα σύνολο αποδεδειγμένων υποθέσεων. Οικονομία όμως υπάρχει. Αλλά και αυτήν είναι δυνατόν να την κατανοήσεις όπως σε συμφέρει. Οι στατιστικές δεν έχουν καμία αυτονομία. Εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από υποκειμενικούς ή τυχαίους παράγοντες. Ακούω να γαυριούν οι κυβερνητικοί ημιμαθείς γιατί υπάρχει στον δημόσιο τομέα πλεόνασμα που προκύπτει από τη διαχείρισή τους. Η λογική τους είναι απλή:

–          100 γιδοπρόβατα, μεγάλο κοπάδι, αξιόλογος νοικοκύρης.

–          500 γιδοπρόβατα, μεγαλύτερο κοπάδι, τσέλιγκας με μισθωτούς τσοπαναραίους.

–          2000 γιδοπρόβατα μεγαλοτσέλιγκας. Μπορεί να συντηρήσει ληστοσυμμορία τύπου Γιαγκούλα

Κάπου εκεί σταματάει το παιχνίδι. Για να βρει ικανοποιητική βοσκή ένα τόσο μεγάλο κοπάδι χρειάζεται να μετακινείται σε μεγάλες αποστάσεις με φορτηγά αυτοκίνητα, να τρώει το χειμώνα μεγάλες ποσότητες ξηράς τροφής και να ποτίζεται (δημιουργούνται συνθήκες ενσταβλισμένης κτηνοτροφίας), να μπαίνει σε δημόσια δάση, ίσως και να περνάει τα σύνορα της χώρας. Ακόμα και το κοπάδι των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς συναντάει τα όριά του. Κάπου εκεί στο 10%. «Όσο μεγαλύτερο», δεν είναι απαραίτητα «τόσο καλύτερο».

Υπάρχουν και στις κοινωνικές επιστήμες άριστα μεγέθη. Αυτό ισχύει επίσης και για τη διαχείριση του δημοσιονομικού τομέα. Ένα 3% ορίστηκε ως ανυπέρβλητο έλλειμμα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ένα 1% είναι το λεγόμενο ποσοστό τριβής. Υποτίθεται ότι στις δημοκρατίες, που δεν τις κυβερνούν φασίστες και κομμουνιστές, η προσπάθεια των κυβερνώντων είναι η ανανέωση της λαϊκής εμπιστοσύνης. Όταν είναι απαραίτητες οι παροχές και όταν το δημοσιονομικό περιθώριο τις επιτρέπει, τότε παρέχονται προς το λαό όσα διεκδικούνται ως δικαίωμά του. Όχι ως κοινωνικές επεμβάσεις, αναδιανομή για λόγους ιδεολογικούς και ως επιβράβευση θυσιών του άμεσου παρελθόντος.

Η χώρα δε ζει μόνο με οράματα. Ζει με το σχεδιασμό του άμεσου και απωτέρου μέλλοντος. Από την εποχή του Φρανσουά Περρού, που ήταν φανατικός αντικομμουνιστής, έπαψε ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής να είναι πλεονέκτημα ενός σταλινικού, αιμοσταγούς καθεστώτος. Αργότερα έγινε αμφισβητήσιμο αν ήταν πλεονέκτημα καθόλου. Εμείς δεν είμαστε νεοφιλελεύθεροι. Δεν θα ακολουθήσουμε, λοιπόν, αυτούς που θεωρούν ότι η οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους στην οικονομία δημιουργεί στρεβλώσεις. Αλλά γνωρίζουμε στοιχειώδη οικονομικά και ξέρουμε ότι όταν έχεις 6% πλεόνασμα κάποιο λάθος έχεις κάνει.

Τα λάθη στην πολιτική πληρώνονται. Ήρθε η ώρα να πληρώσει και ο κ. Τσίπρας και η παρέα του τα δικά τους.

Share

Επιτρέψτε μου να κάνω καταρχήν μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Από το 2010, όταν ανακάλυψε η χώρα ότι δεν μπορούσε να προσφύγει ούτε στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, γιατί το νόμισμά μας ήταν πλέον το ευρώ, οχτώ νέες σειρές Ελλήνων ψηφοφόρων είχαν προστεθεί στο εκλογικό σώμα. Ταυτόχρονα όμως στη χώρα με την παλαιότερη δημοκρατική παράδοση στον κόσμο δεν λειτουργεί η ιστορική μνήμη. Στη χώρα όπου «ανθεί φαιδρά η πορτοκαλέα» «Έλληνες αεί παίδες» καταδικάζουν τους ηγέτες τους όσο λαμπροί και αν ήταν και παρασύρονται από άθλιους δημαγωγούς.

Ο Μιλτιάδης του Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής της Σαλαμίνας, ο Αλκιβιάδης πέθαναν εξόριστοι και αδικημένοι. Ο Αριστείδης ο Δίκαιος εξοστρακίστηκε από κάποιον ανώνυμο πολίτη που είχε βαρεθεί να ακούει να επαινούν τον Αριστείδη και να λένε ότι είναι δίκαιος. Αν υπάρχει κανείς λόγος να είναι κάποιος υπερήφανος για τη σημερινή κατάντια της χώρας, που κυβερνάται από τον Τσίπρα και τον Καμμένο είναι αυτή η αναδρομή στο παρελθόν που υποδεικνύει ότι είμαστε γνησιότατοι απόγονοι των προγόνων μας.

Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς απατεώνες τα μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι η κρίση τα μνημόνια. Τι έγινε λοιπόν το 2010; Βγαίνοντας, όπως συνήθιζαν όλοι οι προκάτοχοί του να δανειστεί από τη διεθνή αγορά κεφαλαίων ο Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει δάνεια παρά μόνο με τοκογλυφικά επιτόκια. Η κυβέρνηση τότε προσέφυγε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και παρακάλεσε εξευτελιστικά να μη ληφθεί υπόψιν το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, που προσέθετε συνεχώς νέα βάρη στο παθητικό του εξωτερικού δημόσιου χρέους. Για να μας κάνουν αυτήν την πρωτοφανή κυριολεκτικά εξυπηρέτηση οι δανειστές μας ζήτησαν να εξαφανιστεί αμέσως το έλλειμμα και να σταματήσει να διογκώνεται το δημόσιο χρέος. Υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο και ιδρύθηκε η τρόικα, τριμελής επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία είχε ως αποστολή τον έλεγχο της εφαρμογής των συμφωνημένων. Σε τέτοια αβυσσαλέα βάθη είχε κατρακυλήσει η αξιοπιστία των ελληνικών κυβερνήσεων.

Τα μνημόνια, τρία ή τέσσερα στο σύνολό τους, περιλαμβάνουν αυτονόητες μεταρρυθμίσεις, που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσουν επί δεκαετίες. Ήταν εξαρτημένες από ένα φαύλο πελατειακό σύστημα όπου νόμος δεν ήταν αυτό που ψήφιζε η Βουλή αλλά η συντεχνιακοί εκβιασμοί και οι αυθαιρεσίες. Το ΚΚΕ έβαζε τους διαδηλωτές του να κραυγάζουν «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» για να υποστηρίξει αιτήματα των φαρμακοποιών ή των ιδιοκτητών ταξί, που είχαν ηγεσίες, όπως ήταν φυσικό, πολύ κοντινές με την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Τα «κεκτημένα» είχαν γίνει ένας άλλος παράλληλος τρόπος ζωής πέρα και έξω από την οικονομική πραγματικότητα μιας χώρας που δεν παρήγαγε τίποτα, που έκανε ελάχιστες εξαγωγές και αμέτρητες εισαγωγές πληρώνοντας την τεχνητή ευημερία με τα λεφτά των δανείων.

Χρειάστηκαν τα μνημόνια για να αποκτήσουν όσοι Έλληνες απέκτησαν συνείδηση της πραγματικότητας. Μετά από εμάς ανάλογη μεταχείριση είχαν και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Νομισματικής Ζώνης. Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος υπέστησαν ανάλογη μεταχείριση. Σε όλες αυτές τις χώρες η χρηματοδότηση καταργήθηκε, γιατί δεν είναι πια απαραίτητη και μαζί με τη χρηματοδότηση καταργήθηκαν και τα μνημόνια. Οι μόνοι που έχουμε αναλάβει υποχρεώσεις μέχρι το 2022 είμαστε εμείς, που δεν τολμούμε ακόμη σήμερα να απευθυνθούμε στη διεθνή αγορά κεφαλαίων για να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα μιας κοινωνίας που έχει κακομάθει.

Προς τι λοιπόν οι πανηγυρισμοί όταν είχε αναλάβει να μας ξεφτιλίσει διεθνώς και να επιβαρύνει το χρέος ένας τόσο λαμπρός γελωτοποιός όπως ο κ. Βαρουφάκης, τον οποίο επέλεξε ο κ. Τσίπρας για να του αναθέσει την υπεύθυνη αυτή αποστολή;

 

Share

Το 1990, μόλις είχε ορκιστεί πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, έδινε συνέντευξη σε έναν διάσημο δημοσιογράφο της εποχής. Ο μεγάλος αυτός πολιτικός είχε καταλάβει ότι από τη στιγμή που είχε την πλειοψηφία της Βουλής είχε την υποχρέωση να είναι μετριοπαθής και ανοιχτός απέναντι στους αντιπάλους του και στις προτάσεις τους. Τον ρώτησε κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος: «Αν δεν είχατε την ψήφο του Κατσίκη δεν θα είσαστε σήμερα πρωθυπουργός, θα πηγαίναμε για τέταρτες εκλογές ή θα συγκροτούσατε μια κυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ;» Απάντησε ο Μητσοτάκης: «Αυτό εξαρτάται κυρίως από τη θέση που θα παίρναν οι αντίπαλοί μου. Εγώ θεωρώ και θεωρούσα πάντα ότι με το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να έχουμε πολλά θέματα κοινής πολιτικής». Συνέχισε ο δημοσιογράφος: «Θα μπορούσατε να έχετε δηλαδή υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνησή σας;» και απάντησε ο Μητσοτάκης: «Γιατί όχι; Μπορώ να σας αναφέρω δύο σε κρίσιμα υπουργεία που θα μου προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία αν δεχόταν να είναι σε μια κυβέρνηση δική μου. Τον υπουργό οικονομικών Αλέκο Παπαδόπουλο και τον υπουργό αναπληρωτή εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο».

Λίγοι, ακόμα και στο κόμμα του, κατάλαβαν την πραγματική ουσία της πρωτοφανούς αυτής άποψης για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Λίγοι ακόμα και στο κόμμα του κατανόησαν ότι ο μεγάλος αυτός πολιτικός εννοούσε ότι στα δύο αυτά υπουργεία ασκείτο πολιτική που ήταν ταυτισμένη με τα εθνικά συμφέροντα. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος πάλευε εκείνη την εποχή για να περιορίσει την κρατική σπατάλη και από την άλλη μεριά να αυξήσει τη φορολογική βάση, δηλαδή να μειώσει την φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή. Εγώ είχα παγώσει, με την έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, την σχέση σύνδεσης της τότε ΕΟΚ με την Τουρκία, έχοντας ως στόχο την είσοδο της Κύπρου στο χώρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης πριν λυθεί το πολιτικό πρόβλημα, που είχε δημιουργηθεί από την τουρκική εισβολή και κατοχή στο 1/3 της έκτασης του νησιού. Λίγοι τον εκτίμησαν ως ηγέτη της παράταξής τους ακόμη και αν ήταν ο μόνος μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που τους έφερνε στην εξουσία.

Θέλω να συνεχίσω την υπόθεσή μου για τα αποτελέσματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αν η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μικρότερη εκλογική επιρροή από το 40%, θα χρειαστεί να συμμαχήσει με τρίτο κόμμα σε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Θα είναι καλό για τα συμφέροντα της χώρας και του λαού, όχι όμως το καλύτερο. Το καλύτερο θα ήταν να αποκτήσει αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία και να κάνει ο νέος πρωθυπουργός άνοιγμα προς την κοινωνία και κυρίως πολιτικά προς το κέντρο. Εκεί που βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων και η πολιτική αδράνεια που στηρίζεται στην κοινωνική σύνθεση της χώρας μας.

Η Νέα Δημοκρατία επέδειξε ωριμότητα και σοφία εκλέγοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάτι ανάλογο με το αποτέλεσμα των δύο ψηφοφοριών – η πρώτη στην κοινοβουλευτική ομάδα, η δεύτερη στο συνέδριο – που έκαναν τον Κώστα Σημίτη αρχικά πρωθυπουργό και στη συνέχεια πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Θα έχει άραγε η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας τη δυνατότητα να επιλέξει πλειοψηφικά την πολιτική διεύρυνση επιστρατεύοντας γενναιόδωρα όλες τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας; Θα το δούμε αυτό. Ακόμα και αν κοινοβουλευτικά υπάρχει για ένα μόνο κόμμα η περιζήτητη απόλυτη πλειοψηφία, που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα μια κυβέρνησης αλλά δεν εγγυάται την εφαρμογή μιας πολιτικής και τις συνέπειες για το μέλλον.

 

Share