Συνέντευξη στην εφημερίδα της Κύπρου "Πολίτης", 18-19 Μαρτίου 2007


Δημοσιογράφος: Γιώργος Κασκάνης

Τίτλοι

Μια Πανεθνική μπορεί να δώσει λύσεις

Πέρασαν ήδη τρία ανεκμετάλλευτα χρόνια

Η πολιτική της αναμονής, είναι λάθος. Θα πρέπει εμείς να εκμαιεύσουμε τις πρωτοβουλίες

Όποιος θέλει να έχει φίλους, δεν μπορεί να τους επιτρέπει να μιλάνε μονάχα όταν λένε πράγματα που του αρέσουν

Μόνο ο Κληρίδης είχε αντιληφθεί αμέσως τη σημασία της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.


Σχόλιο Εφημερίδας

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είναι από τους πολιτικούς της Ελλάδας που το δικαίωμα άποψης στο Κυπριακό, το κέρδισε. Ουδείς του το παραχώρησε, λόγω θέσεως ή πολιτικών συγκυριών. Συνέδεσε την πολιτική του σταδιοδρομία άμεσα με τα όσα αφορούσαν την Κύπρο και ήταν ο εμπνευστής της -κατά γενική ομολογία- μεγαλύτερης εθνικής επιτυχίας που είχε ο Ελληνισμός στη σύγχρονη του ιστορία : την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που με πικρία περισσότερο είδε να του αμφισβητείται περίπου το δικαίωμα της γνώμης, από κάποιους κύκλους στη Λευκωσία, όταν την περίοδο του δημοψηφίσματος υποστήριξε το “Ναι”.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, επαναλαμβάνει με έμφαση ότι η παρέλευση του χρόνου δεν αποβαίνει προς όφελος της Κύπρου και του Ελληνισμού γενικότερα. Προτείνει ανάληψη πρωτοβουλιών από μέρους της Αθήνας και της Λευκωσίας και εισηγείται σύγκληση Πανεθνικής Διάσκεψης για να χαραχτεί στρατηγική. Η πρωτοβουλία όμως, όπως σημειώνει, ανήκει στην κυβέρνηση και τον πολιτικό κόσμο της Κύπρου.

Στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Κύπρο, επικεφαλής αντιπροσωπείας του ΠΑΣΟΚ για τα συνέδρια του ΔΗΣΥ και της ΕΔΕΚ, ο κ. Πάγκαλος μάς παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί.


Μόνο ο Κληρίδης

Κύριε υπουργέ, μαζί με τον Γιάννο Κρανιδιώτη, εμπνευστήκατε, και ως ένα μεγάλο βαθμό υλοποιήσατε, την πολιτική για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Λέγαμε τότε ότι αυτή η διαδικασία θα λειτουργήσει σαν καταλύτης και για την επίλυση του Κυπριακού. Επιβεβαιώθηκε αυτή η θέση; Κι αν όχι, πού σκόνταψε;
Αυτό ήταν το κίνητρό μας. Η συλλογιστική ήταν πολύ απλή. Διαπιστώναμε ένα αδιέξοδο στον ΟΗΕ λόγω μιας σειράς εξελίξεων όπως η παρακμή της Σοβιετικής Ένωσης που ήταν βασικός μας σύμμαχος, ο τρίτος κόσμος είχε διαλυθεί, οι Αδέσμευτοι είχαν περιέλθει σε μια κατάσταση πλήρους ανυπαρξίας. Ψάχναμε να βρούμε τι σημαίνει αυτός ο διεθνής περίγυρος, η διεθνής κοινότητα, για μας. Και σκεφτήκαμε ότι η Ε.Ε., η οποία άρχισε να περνάει από το πολιτικό καθαρά επίπεδο σε επίπεδο προβληματισμού γύρω από το διεθνές δίκαιο και έτεινε σε μια πιο ουσιαστική παρουσία στον κόσμο, ήταν ένας χώρος που συνέφερε. Και, πράγματι, αποδείχθηκε ότι συμφέρει. Έτσι, δρομολογήσαμε τότε την ένταξη με τη βοήθεια όσων μας υποστήριξαν στην Κύπρο, γιατί πρέπει να σας πω ότι η μεγάλη πλειοψηφία ήταν εναντίον. Οφείλω να το πω, αν και δεν ανήκει στον πολιτικό μου χώρο, ότι ο μόνος που έδειξε να κατανοεί τις δυνατότητες αυτές, ήταν ο Πρόεδρος Κληρίδης. Όλοι οι άλλοι είχαν ή απορίες ή αντιρρήσεις.

Αυτό πόσο δυσκόλεψε;
Δυσκόλεψε. Κατ’ αρχήν, ψυχολογικά, μάς επηρέαζε. Το να δρούμε εν ονόματι του Κυπριακού λαού χωρίς τη συναίνεση των πολιτικών σχηματισμών, δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Όμως προχωρήσαμε και πιστεύω ότι το αποτέλεσμα μάς δικαίωσε. Τώρα, υπάρχει ένα ερωτηματικό. Αυτό που είπατε, βοηθάει τη λύση η ένταξη στην Ε.Ε.; Δεν έχει αποδειχθεί μέχρι της στιγμής. Αυτό ήταν από την αρχή η επιδίωξή μας. Στόχος δεν ήταν να βοηθήσουμε τη γεωργία ή το κυπριακό εμπόριο. Το Κυπριακό μάς ενδιέφερε. Βοηθάει; Εγώ νομίζω ότι δεν μπορεί παρά να βοηθήσει.

Θα κάνατε ένα διαχωρισμό στην προ δημοψηφίσματος περίοδο και τη μετά δημοψηφίσματος;
Δεν νομίζω. Διότι αυτό αφορά το ουσιαστικό πλαίσιο, τα βάθρα του συστήματος. Είναι προφανές ότι έχουμε δυσκολίες. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το πλαίσιο. Το πλαίσιο παραμένει αυτό που είναι. Είναι το πλαίσιο που καθορίζεται από τις ευρωπαϊκές αρχές, αυτό που λέμε κεκτημένο.

Χάσαμε τρία χρόνια

Λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα, σε ένα άρθρο σας υπό τον τίτλο “Ρέκβιεμ για ένα χρυσοπράσινο φύλλο”, λέγατε, ανάμεσα σ’ άλλα, για τις συνέπειες ενός ελληνοκυπριακού “όχι”: “Δεν ξέρω αν και πότε θα εμφανιστεί ξανά άλλη συρροή περιστάσεων που θα ευνοήσουν μια νέα συζήτηση για την ενότητα του νησιού. Το αποκλείω όμως στο άμεσο μέλλον και πιθανολογώ ότι η de facto διχοτόμηση θα μεταβληθεί σε de jure διχοτόμηση με τις ευλογίες της διεθνούς κοινότητας”. Αισθάνεστε ότι επιβεβαιωθήκατε;
Αυτό το άρθρο ήταν συναισθηματικά φορτισμένο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Άγκυρα υπάρχει η πάγια πολιτική της διχοτόμησης. Αυτό όμως υπάρχει σε μερικούς κύκλους και στη Λευκωσία και στην Αθήνα. Ο πειρασμός αυτής της ιδέας. Αυτό κρυβόταν άλλωστε πίσω και από το πραξικόπημα. Η Χούντα δεν έκανε το πραξικόπημα προσωπικά εναντίον του Μακαρίου. Ήθελε τη διχοτόμηση.

Ναι, αλλά αυτές ήταν ιδέες -όσον αφορούν τουλάχιστον την Ελλάδα και την Κύπρο- που πιστεύαμε πως έμειναν στο παρελθόν.
Οι ιδέες δεν μπορούν να μείνουν στο παρελθόν. Οι ιδέες έχουν μια ζωή πέρα από τα γεγονότα. Εγώ πιστεύω ότι αυτό υπάρχει και το θεωρώ χοντρό λάθος. Δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο. Διότι η πολιτική της αναμονής είναι λάθος. Βεβαίως, δεν μπορείς να κινείσαι σπασμωδικά όταν δεν υπάρχουν οι συνθήκες. Αλλά τις συνθήκες μπορούμε να τις δημιουργήσουμε. Και πρέπει όλες μας οι κινήσεις να κατευθύνονται προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή τη δημιουργία συνθηκών για μια νέα διαπραγμάτευση και μια νέα κινητικότητα γύρω από το Κυπριακό.

Θεωρείτε ότι χάσαμε ήδη πολύτιμο χρόνο;
Χάσαμε ήδη τρία χρόνια. Εγώ πιστεύω ότι μέσα στα τρία αυτά χρόνια, ο οικονομικός δυναμισμός της κυπριακής κοινωνίας σε συνδυασμό με την καταλυτική επίδραση των ευρωπαϊκών δεδομένων, θα παρέσυραν τις δυσλειτουργίες και τις ιδιομορφίες που προφανώς περιείχε η λύση Ανάν. Γιατί, ήταν μια πολύ κακή λύση. Ήταν όμως καλύτερη η πρόταση αυτή από τη μη λύση. Εγώ νομίζω δε ότι, οφείλαμε εκείνη τη στιγμή -προσωπικά το είχα αισθανθεί πολύ έντονα αυτό- να είμαστε στο πλευρό όσων από την τ/κ πλευρά αγωνίστηκαν για το “ναι” και το πέτυχαν. Μέσα από πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Γιατί δεν ζούμε σε μια ατελή δημοκρατία, ζούμε σε μια πλήρη δημοκρατία. Δεν μπορείς συνεπώς να συγκρίνεις τον εαυτό σου με ένα καθεστώς στο οποίο έχει τέτοια επιρροή ο στρατιωτικός παράγοντας.

Δεν αλλάξαμε

Αντιλαμβάνομαι άρα ότι τόσο ο Θεόδωρος Πάγκαλος όσο και το ΠΑΣΟΚ ως σύνολο, επιμένουν ότι αυτό που είπαν τότε (υποστήριξη στο “ναι”), ήταν σωστό. Και δεν υπάρχει διαφοροποίηση της άποψης τους.
Κοιτάξτε, εμείς δεν είμαστε ακαδημία κοινωνικών επιστημών και δεν μας ενδιαφέρει να λέμε το σωστό πράγμα πάντοτε.

Δεν αναιρείτε όμως.
Όχι, εμείς δεν έχουμε διαφοροποιήσει τη θέση μας. Πιστεύαμε ότι αυτό ήταν καλό για τον κυπριακό λαό και για τον ελληνισμό γενικότερα εκείνη την εποχή. Αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο, πρόθεση να μη σεβαστούμε την ετυμηγορία του κυπριακού λαού. Πιστεύω όμως ότι έχει έρθει η ώρα που αρχίζουν και ανοίγουν τα στόματα, και από τη μια πλευρά και από την άλλη, και μια νέα αναζήτηση πρέπει να ξεκινήσει.

Εκφράζατε επίσης μιαν ανησυχία τότε ότι με το “όχι” και την απόρριψη αυτού που πρότεινε η διεθνής κοινότητα, θα μετατρεπόμασταν -ως Κύπρος- σε ένα “μαύρο πρόβατο” της Ευρώπης.
Οι δυσκολίες είναι προφανείς, έτσι δεν είναι; Έχουμε την αναιδέστατη συμπεριφορά της Τουρκίας η οποία επικαλείται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για να μην επικυρώνει το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης, έχουμε τις πιέσεις για το λεγόμενο απευθείας εμπόριο και έχουμε και πολλές δυσκολίες όπου κινούμεθα. Αυτό που συνέβη είναι ότι το βάρος της απόδειξης μετετέθη. Ενώ ήταν ευθύνη της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων να αποδείξουν ότι επιθυμούν τη λύση, θα πρέπει να αποδεικνύουμε εμείς ότι επιθυμούμε τη λύση και, βεβαίως, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.

Και δεν το έχουμε κατορθώσει;
Εξαρτάται από το χώρο, από το συσχετισμό δυνάμεων, από τις διαθέσεις των συνομιλητών μας. Μεταξύ αυτών οι οποίοι μάς ζητούν τώρα να αποδείξουμε ότι δεν έχουμε ηγεμονικές απόψεις επί του Κυπριακού, είναι και πολλοί οι οποίοι το κάνουν χαιρέκακα. Οι Άγγλοι, για παράδειγμα, ήταν πάντα εναντίον της ελεύθερης και ενιαίας Κύπρου, πάντα ήθελαν την Κύπρο διχοτομημένη, δημιούργησαν το πρόβλημα, το συντήρησαν και θα ήθελαν να το συντηρήσουν.

Αυτό που λέτε τώρα, θα έπρεπε ίσως να σας προβληματίσει υπό την έννοια ότι στο σχέδιο Ανάν η δική σας άποψη και αυτή των Άγγλων, συνέπιπταν.
Όχι, διότι οι Άγγλοι βρέθηκαν εκεί με την πρόθεση να υπονομεύσουν τη λύση και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς σε σχέση με τους Αμερικανούς. Εμείς είχαμε άλλη προσέγγιση στο θέμα. Κατ’ αρχήν εμείς δεν βρεθήκαμε εκεί μόνοι μας ως ενδιαφερόμενοι για το Κυπριακό κάτοικοι των Αθηνών. Βρεθήκαμε εκεί με πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο και είχαμε την απόλυτη πεποίθηση ότι ήταν θέμα ευθύνης να πάρουμε θέση. Και πήραμε θέση.

Σεβασμός στην άποψη

Πηγαίνοντας λίγο πίσω, πιστεύετε ότι αν πριν από την τελευταία φάση που οδήγησε στις συνομιλίες του Μπούργκενστοκ, δεν είχαμε τις εκλογικές ανατροπές σε Ελλάδα και Κύπρο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά;
Νομίζω είναι προφανές ότι και η αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης και η επαμφοτερίζουσα στάση της και το πάθος με το οποίο ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος και οι υποστηρικτές του “όχι” στήριξαν τη θέση τους, έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Έπαιξαν οπωσδήποτε ρόλο στην έκταση που πήρε το αποτέλεσμα. Πιστεύω όμως ότι υπήρχαν ουσιαστικοί λόγοι για τους οποίους οι Έλληνες Κύπριοι είπαν “όχι”. Αυτό μένει να αναζητηθεί και να μελετηθεί γιατί πρέπει να δούμε ποιες κατηγορίες επαγγελματικές, ποιες ηλικίες είπαν το “όχι”, ποιοι συγκρότησαν -αν θέλετε- τις στρατηγικές του “όχι” και με τι κοινότητα. Για μας στην Αθήνα, ήταν μια θέση πατριωτική, θεωρητική, μια θέση αλληλεγγύης. Για εσάς εδώ στην Κύπρο ήταν ένα θέμα ζωής και θανάτου. Και υπό αυτή την έννοια, εγώ πάρα πολύ σεμνά μίλησα γι’ αυτό το θέμα και με απόλυτο σεβασμό για την άλλη άποψη. Θα επιθυμούσα και η άλλη άποψη να επεδείκνυε απόλυτο σεβασμό για όσους δεν συμφωνούν μαζί της. Και, θα ήθελα να θυμίσω ότι όποιος θέλει να έχει φίλους, δεν μπορεί να τους επιτρέπει να μιλάνε μονάχα όταν λένε πράγματα που του αρέσουν. Πρέπει να λένε κι αυτοί τη γνώμη τους. Το θέμα είναι να υπάρχει το ενδιαφέρον του ελληνισμού για το Κυπριακό. Εγώ όταν πήρα το Κυπριακό στα χέρια μου, στο υπουργείο Εξωτερικών, ένα από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετώπισα -και το αντιμετώπισα με πάθος- ήταν η αδιαφορία της ελλαδικής κοινής γνώμης απέναντι στην Κύπρο. Κάναμε τεράστια προσπάθεια, στείλαμε σχολεία, στείλαμε φοιτητές, στείλαμε δημοσιογράφους με έξοδα του υπουργείου. Θέλαμε να μάθουμε στον κόσμο ότι υπάρχει η Κύπρος. Γιατί, δεν θέλαμε να υπάρξει ένα διαζύγιο ανάμεσα στον κυπριακό ελληνισμό και την Ελλάδα. Αυτό όμως δημιουργεί και την ανάγκη μίας σύνδεσης. Δεν μπορείς να πεις σε κάποιους οι οποίοι ενδιαφέρονται για την Κύπρο “τώρα, ακούστε να δείτε, εμείς κάνουμε ένα δημοψήφισμα και σεις μην πείτε κουβέντα, βουλώστε το και μην ξαναμιλήσετε”. Δεν γίνεται έτσι.

Αισθάνεστε ότι αυτό σας ειπώθηκε τότε;
Άκουσα κάποιες φωνές. Κι εγώ και άλλοι…

Αθήνα, άνευ πολιτικής

Εσείς όμως, χαρακτηρίσατε κάποια στιγμή τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή “νεκροθάφτη του Κυπριακού”. Βαριά κατηγορία…
Να σας πω. Δεν είναι μόνο ότι δεν πήρε θέση όπως όφειλε να πάρει τον καιρό του δημοψηφίσματος. Πρέπει να σας πω ότι ενώ αυτός, επισήμως, και προφανώς για να μη χάσει τις διεθνείς του αναφορές κυρίως απέναντι στους Αμερικανούς, είπε αυτό το επαμφοτερίζον “ναι”, οι υπουργοί του και τα στελέχη του κόμματός του έκαναν εκστρατεία σε όλα τα τηλεοπτικά μέσα στην Αθήνα υπέρ του “όχι”. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι αδιαφορεί για το Κυπριακό και αυτό το αποδεικνύει, πέραν της στάσης του στο δημοψήφισμα, και απ’ ότι ακολούθησε. Είδατε εσείς κάτι να έχει πει, να έχει αναλάβει κάποια πρωτοβουλία ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας; Ο Αντρέας Παπανδρέου, και με πολύ κακή ακόμα υγεία, έβρισκε πάντα το χρόνο να έρθει στην Κύπρο, να ασχοληθεί με το Κυπριακό, να συναναστραφεί με τους ηγέτες του τόπου. Είχε μια πολύ στενή σχέση. Μια σχέση που είχε αναπτυχθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Εφαρμόζει (ο κ. Καραμανλής) προφανώς το δόγμα “η Κύπρος αποφασίζει…”
Ναι, αλλά εμείς λέγαμε και “συμπαριστάμεθα”. Κι αυτή ήταν η ουσία. Εγώ τώρα, κινούμενος στη Λευκωσία, συνεχώς βρίσκω φίλους που γνώρισα από εκείνη την εποχή. Αναρωτιέμαι, οι σημερινοί υπουργοί θα έχουν φίλους όταν θα αποχωρήσουν; Δεν νομίζω. Δεν ασχολούνται, δεν ενδιαφέρονται και δεν γνωρίζουν.

Λέτε, δηλαδή, ότι η Αθήνα δεν έχει πια πολιτική στο Κυπριακό;
Λέω ότι η Αθήνα δεν έχει πολιτική στο Κυπριακό. Ή ότι το αποφεύγει, για λόγους ευθυνοφοβίας και για να μην ανοίξει μέτωπα με την κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή μας, την Αμερική, και τις συνολικές της λύσεις που αφορούν το Μεσανατολικό, την Νοτιοανατολική Μεσόγειο, το πρόβλημα της ισορροπίας με την Τουρκία… Αυτό όμως είναι ένα άσχημο πλαίσιο και για την Κύπρο και για την Ελλάδα. Θα μας καταστήσει μέρος του προβλήματος αντί να είμαστε προοπτική λύσεως και σταθερότητας. Κι αυτά θα πρέπει να τα καταλάβουν οι εν Αθήναις. Γιατί Πρωθυπουργός μπορεί τώρα να είσαι και μετά όχι. Αυτά όμως που κάνεις, αφορούν το μέλλον.

Γιατί όχι, Πανεθνική;

Λέτε ότι πέρασαν τρία ανεκμετάλλευτα χρόνια. Λέτε επίσης ότι η Αθήνα δεν έχει πολιτική στο Κυπριακό. Πώς όμως αξιολογείτε την πολιτική της Λευκωσίας;
Εγώ δεν είμαι κριτής. Την πολιτική την κάνει η υπεύθυνη κυβέρνηση εδώ και οφείλει να την εξηγήσει στον κυπριακό λαό και δευτερευόντως σε μας. Η εντύπωση που μου δίνεται, από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης κάθε φορά που έχω την ευκαιρία να τους συναντήσω, είναι ότι συνεχώς ασχολούνται. Επομένως θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να ταυτίσει κανείς την κυβέρνηση της Ελλάδας με την κυβέρνηση της Λευκωσίας. Εξάλλου δεν βλέπω πως μια κυβέρνηση της Λευκωσίας θα μπορούσε να μην ασχολείται με το Κυπριακό που είναι η πεμπτουσία της πολιτικής ζωής. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει στην Αθήνα. Και το λέω γιατί υποθέτω πολλοί Κύπριοι δεν το συνειδητοποιούν. Γι’ αυτό κι εγώ νομίζω ότι θα πρέπει να γίνει μια προσπάθεια και από την κυπριακή κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τα κόμματα της Κύπρου και της Ελλάδας, για να υπάρξει μία αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το Κυπριακό, γύρω από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τις οποίες καλό θα ήτανε, όπου δεν εκδηλώνονται έγκαιρα, να εκμαιεύσουμε. Αλλιώς θα βρεθούμε στην κατάσταση, φορτωμένοι με το βάρος της απόδειξης, να λέμε συνεχώς όχι. Αυτές τις μέρες, δίνεται η μάχη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το εάν θα περάσει η θέση για Τουρκοκύπριους παρατηρητές, που θεωρώ ότι είναι απαράδεκτο. Όχι γιατί είμαι εναντίον των παρατηρητών, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα νομοθετικό σώμα. Πώς θα συμμετέχουν οι εκπρόσωποι ενός πληθυσμού που δεν εξελέγησαν με βάση αναγνωρισμένες διαδικασίες;

Αυτό που λέτε, να θεωρήσω ότι παραπέμπει σε αυτό που παλαιότερα ονομάζαμε “Πανεθνική Διάσκεψη”;
Και αυτό θα μπορούσε να γίνει, υπό τον όρο να έχει ένα περιεχόμενο.

Θα πρότεινε κάτι τέτοιο το ΠΑΣΟΚ;
Εγώ νομίζω ότι είναι δουλειά της κυπριακής κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου της Κύπρου να πάρουν την πρωτοβουλία. Υπάρχει ένα όργανο, το Εθνικό Συμβούλιο, που βεβαίως θα πρέπει να προηγηθεί μιας τέτοιας εξέλιξης.

Και στην περίπτωση που αυτό γινόταν, το ΠΑΣΟΚ θα συμφωνούσε.
Βεβαίως και θα συμφωνούσαμε σε κάθε πρωτοβουλία και κάθε πρόταση η οποία προωθεί το Κυπριακό προς τη σωστή κατεύθυνση που είναι μια λύση σύμφωνη με τους διεθνείς κανόνες και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΝΑ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ

Καλό μαγαζί, σε καλό οικόπεδο

Η συνέντευξη αυτή συμπίπτει χρονικά με την υπογραφή αυτού που ονομάστηκε “ιστορική συμφωνία”. Αναφέρομαι στον αγωγό πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης. Η εξέλιξη αυτή, ενισχύει το ρόλο και το λόγο της Ελλάδας στο διεθνές σκηνικό;
Είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Πιστεύω, όχι μόνο για τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή αγορά ενέργειας, αλλά και για τη διευκόλυνση της επαφής της Ευρώπης με τις πηγές από τις οποίες εξαρτάται, όσο καιρό ακόμα θα κυριαρχεί η ορυκτή ενέργεια (πετρέλαιο και γκάζι) στην οικονομία μας. Η έννοια αυτού του αγωγού είναι να παρακάμπτει τα Στενά όπου, όπως ξέρετε, δημιουργούνται τεράστια προβλήματα. Η Τουρκία βάζει μπροστά αυτά τα προβλήματα για να ζητήσει διάφορα ανταλλάγματα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Συστηματικά υπονόμευε την προοπτική αυτού του αγωγού και βρήκε, δυστυχώς, εύκολους συμμάχους στις νεοπαγείς χώρες των Βαλκανίων, όπου οι εθνικισμοί είναι σε πλήρη ανάπτυξη. Από την άλλη, για πρώτη φορά η Ρωσία πήρε στα σοβαρά το ζήτημα και η εμφάνιση του Προέδρου Πούτιν είναι προφανώς μια πολιτική επένδυση που κάνει η Ρωσία και η οποία δεν θα πάει χαμένη.

Είναι δυνατό αυτό το έργο να επηρεάσει τις Ελληνο-αμερικανικές σχέσεις;
Δεν νομίζω. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να φθάσει η αμερικανική διοίκηση μέχρι του σημείου να ζητήσει από την Ελλάδα, σε ένα τόσο συγκεκριμένο θέμα με έντονο οικονομικό και τεχνικό χαρακτήρα, να δράσει εναντίον των συμφερόντων της. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένα τεράστιο πολιτικό λάθος που θα συναντούσε την έντονη αντίδραση της όποιας ελληνικής κυβέρνησης και ασφαλώς του ελληνικού λαού.

Τα κοιτάσματα

Σε μια ανάλογη -θα έλεγε κανείς- δραστηριότητα, βρίσκεται η κυπριακή κυβέρνηση με την απόφασή της να προχωρήσει σε αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Πως αξιολογείτε αυτή την απόφαση.
Να σας πω, η ύπαρξη τέτοιων κοιτασμάτων είναι προφανώς καλή είδηση. Από κει και πέρα, νομίζω δεν μπορεί η Τουρκία να επικαλείται την παρουσία της -παρά το διεθνή νόμο και παρά τους ευρωπαϊκούς κανόνες- επί του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να δημιουργεί προβλήματα. Αυτό που λέει, λίγο πολύ, είναι ότι “επειδή εμείς κατέχουμε στρατιωτικά ένα τμήμα της Κύπρου και συνεχίζουμε να επηρεάζουμε την υφιστάμενη κατάσταση, πρέπει να ερωτηθούμε”. Ε, δεν το βρίσκω σωστό ως συλλογισμό…

Υπάρχουν όμως ανησυχίες ακόμα και για θερμό επεισόδιο.
Δεν νομίζω να υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας προς την Τουρκία αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο θα ήταν ριζικά αντίθετη. Δυστυχώς, με αυτό που σας λέω, ομολογώ ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι κανόνες δικαίου είναι φθηνότερα στη διεθνή αγορά από το πετρέλαιο και το γκάζι.

Υπήρξε μήπως στο παρελθόν, όταν ήσασταν κυβέρνηση, μια παρόμοια συζήτηση με την κυπριακή κυβέρνηση; Για την αξιοποίηση, δηλαδή, των πιθανών κοιτασμάτων.
Υπήρχε η υποψία ότι υπάρχουν κοιτάσματα, δεν υπήρχαν όμως επαρκείς ενδείξεις. Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν οι προθέσεις να αναζητηθούν περισσότερες πληροφορίες και βεβαίως το θέμα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Γιατί δεν γνωρίζουμε τα οικονομικά στοιχεία μιας ενδεχόμενης εκμετάλλευσης τα οποία θα καθορίσουν και το κατά πόσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο ή όχι. Εγώ πάντως πιστεύω ότι και η Κυπριακή Δημοκρατία και οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να αξιοποιήσουν την ύπαρξη αυτών των κοιτασμάτων, για να βάλουν σε μια νέα βάση την αναζήτηση λύσης. Υπάρχει εδώ πέρα και ένα προφανές οικονομικό συμφέρον και για τους δύο. Αν θέλετε, η Κύπρος, πέραν του να είναι κοινή πατρίδα όλων των κατοίκων της, είναι κι ένα μαγαζί σε καλό οικόπεδο… Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα αρνησικυρίας.

Υπάρχει όμως και η άλλη η άποψη που λέει περίπου ότι “τώρα που θα γίνουμε υπερδύναμη, μήπως είναι καλύτερα να περιμένουμε”;
Δεν νομίζω σοβαρά να τα λέει αυτά κανείς. Μάλλον χιουμοριστικά μπορεί να λέγονται. Αλλά, βεβαίως, νομίζω ότι θα ήταν παράδοξο όταν επί χρόνια, απ’ ότι ξέρω τουλάχιστον, όλοι λέμε ότι η Κύπρος ανήκει σε όλο το λαό της, ξαφνικά να αρχίσουμε να κάνουμε εμείς διαχωρισμούς. Δεν είμαστε εμείς που κάναμε το διαχωρισμό, που στήσαμε τα τείχη και που προτείνουμε διχοτομικές λύσεις. Είναι η άλλη πλευρά.


Share