Η σκοπιμότητα και το εκλογικό σύστημα
Εξετάσαμε την περασμένη εβδομάδα το επιχείρημα της αναλογικότητας και της αντιπροσωπευτικότητας. Ποιο εκλογικό σύστημα, δηλαδή, είναι πιο δημοκρατικό. Διαπιστώσαμε ότι ιδιαίτερα μετά τον νόμο Σκανδαλίδη οι διαφορές αυτές είναι πολύ μικρές και ενίοτε ανατρέπονται. Και αυτό γιατί το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που εισήγαγε ο ρέκτης υπουργός Εσωτερικών του ΠαΣοΚ Κ. Σκανδαλίδης εξυπηρετούσε τρεις πολιτικές σκοπιμότητες:
– Εξασφάλιζε άνετη εξουσία στο πρώτο κόμμα, που αν είχε την απαιτούμενη διαφορά από το δεύτερο μπορούσε και με ποσοστά κάτω του 40% να σχηματίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή. Θα σας θυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή πρώτο κόμμα ήταν το ΠαΣοΚ (2004) και βεβαίως, όπως συνήθως συμβαίνει σε έναν «καρεκλοκένταυρο της εξουσίας», η εντύπωση που υπήρχε ήταν ότι το ΠαΣοΚ θα είναι πρώτο κόμμα για μακρό χρονικό διάστημα.
– Τιμωρούσε το δεύτερο κόμμα ούτως ώστε να μην μπορεί να απειλήσει σοβαρά το κόμμα εξουσίας. Τότε δεύτερο κόμμα ήταν η Νέα Δημοκρατία.
– Και έδινε δώρο στο μικρότερο τρίτο κόμμα, που εκείνη την εποχή ήταν το ΚΚΕ, και σε άλλα κόμματα ακόμη μικρότερα, ούτως ώστε να υπάρξουν. Αυτό εξυπηρετεί την πάγια πασοκική ιδεοληψία περί ενωτικής πορείας με τις άλλες «προοδευτικές και δημοκρατικές» δυνάμεις, και δεν συμμαζεύεται.
Και πράγματι το 2007, όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά αυτό το σύστημα, το ποσοστό στη Βουλή του ΚΚΕ (7,33%) υπολείπεται ελάχιστα του ποσοστού του στο εκλογικό σώμα (8,15%). Ο Συνασπισμός παίρνει αντίστοιχα 4,66% και 5,4%. Ανάλογη είναι η κατάσταση το 2009. Το ΚΚΕ με 7,4% στο εκλογικό σώμα έχει 7% των βουλευτών. Ο ΣΥΡΙΖΑ με 4,60% στο εκλογικό σώμα έχει 4,33% των βουλευτών.
Τον Μάιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% του εκλογικού σώματος έχει 17,33% των βουλευτών, το ΚΚΕ με 8,48% του εκλογικού σώματος έχει 8,66% των βουλευτών και η ΔΗΜΑΡ με 6,11% του εκλογικού σώματος 6,33% των βουλευτών. Δηλαδή, και τα τρία μικρά κόμματα αποκομίζουν μεγαλύτερο ποσοστό βουλευτών από αυτό που θα τους αναλογούσε σε μια «αγνή και άδολη» αναλογική. Αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα του Ιουνίου 2012.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η επίκληση του επιχειρήματος της αντιπροσωπευτικότητας ως λόγου για την αλλαγή εκλογικού συστήματος από την πλευρά των μικρών κομμάτων της Αριστεράς γίνεται απλώς για το θεαθήναι ή για λόγους ιδεολογικής αρτηριοσκλήρυνσης και δεν έχει πλέον κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Αν ήθελαν πράγματι να κάνουν κάτι παραπάνω για την αναλογικότητα και την αντιπροσωπευτικότητα όσοι κόβουν φλέβες γι’ αυτούς τους αξιέπαινους και πέρα από κάθε κριτική στόχους, θα έπρεπε να προτείνουν και να υποστηρίξουν να εφαρμοστούν επιτέλους τα συμπεράσματα της τελευταίας απογραφής. Να πάψει, δηλαδή, να υφίσταται ο νομός ως ελάχιστη εκλογική περιφέρεια, να εξομοιωθεί το μέτρο εκλογής ενός βουλευτή σε όλη τη χώρα και να μεταφερθούν οι έδρες εκεί όπου πραγματικά κατοικούν οι ψηφοφόροι, δηλαδή στις μεγάλες πόλεις και κατά κύριο λόγο στον Νομό Αττικής. Εκλογικές περιφέρειες όπως η Λευκάδα, η Ευρυτανία ή άλλες ανάλογες έχουν πάψει από καιρό να έχουν τη δυνατότητα να επιβιώσουν.
Τα κόμματα όμως δεν είναι λέσχες συζητήσεων ούτε κύκλοι διανοουμένων ούτε φιλοσοφικές ακαδημίες. Από όλες τις οργανώσεις που μπορούμε να συναντήσουμε σε μια κοινωνία τα κόμματα έχουν την εξής ιδιομορφία: έχουν ως κύριο σκοπό την επιδίωξη άσκησης της εξουσίας για να επιβληθούν κοινωνικές αλλαγές και μια ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης της οικονομίας.
Οταν όμως μιλάμε για κρατική εξουσία, πρέπει να υπάρχει κυβέρνηση για να την ασκήσει. Πρέπει, δηλαδή, το εκλογικό σύστημα να εξασφαλίζει με βάση τα υπαρκτά και όχι φανταστικά ή μυθικά δεδομένα μια σταθερή, όσο είναι δυνατόν, κυβερνητική πλειοψηφία.
Η έννοια της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν άγνωστη στην Ελλάδα ως τη συγκρότηση της κυβέρνησης Σαμαρά. Και αυτό γιατί οι κυβερνήσεις ήταν σχεδόν πάντα μονοκομματικές και τα εκλογικά μας συστήματα είχαν ως κύριο στόχο την εξασφάλιση πλειοψηφίας για το πρώτο κόμμα. Η παρένθεση των κυβερνήσεων Τζαννετάκη και Ζολώτα ήταν εντελώς επεισοδιακή και δεν μπορούμε να πούμε ότι άφησε τις καλύτερες αναμνήσεις.
Κυβέρνηση που στηρίζεται σε συμμαχία κομμάτων υπάρχει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης από τη στιγμή που ο Α. Σαμαράς επέτυχε να συνενώσει ευρύτατες πολιτικές δυνάμεις που καλύπτουν όλο τον χώρο της Δεξιάς (αντιδραστικό, συντηρητικό και φιλελεύθερο), τον χώρο του Κέντρου και τις παρυφές της παραδοσιακής Αριστεράς. Η κυβέρνηση αυτή έχει επιζήσει, έχει υπερβεί δυσχερέστατες κρίσεις και έχει εξασφαλίσει μέχρι του παρόντος την κάλυψη από τη Βουλή μιας πολύ δύσκολης πολιτικής, οικονομικής ανόρθωσης και εξυγίανσης.
Αυτό σημαίνει ότι έχει διαμορφωθεί μια νέα πολιτική πραγματικότητα στη χώρα, ένα νέο αντικειμενικό μέτωπο που ξεπερνάει τις παλιές ιδεολογικές και πολιτικάντικες αγκυλώσεις. Στην Ελλάδα πλέον συγκρούονται από τη μία το μέτωπο της λογικής και της προόδου, της Δημοκρατίας και της Ευρώπης και από την άλλη το μέτωπο του παραλογισμού, του τυχοδιωκτισμού, της δημαγωγίας και του κόκκινου και μαύρου αυταρχισμού. Το επιδιωκτέο πρακτικό αποτέλεσμα των εκλογών δεν πρέπει να είναι η πλειοψηφία ενός κόμματος – κάποιο κόμμα θα έρθει πρώτο και θα πάρει την εντολή και την πρωθυπουργία – αλλά αυτή η πλειοψηφία που θα εξυπηρετεί νέα δεδομένα.
Ενα εκλογικό σύστημα για το μέλλον πρέπει να αναζητήσει τη βεβαιότητα ετυμηγορίας που θα διασφαλίζει αυτή την κυβερνητική πλειοψηφία ή περίπου αυτήν και θα καταργεί και θα εξοντώνει ριζικά τις βασικές αιτίες που τρέφουν τη σημερινή αποστροφή του πολίτη προς τα κόμματα, τους βουλευτές, το υπάρχον πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Δεν είναι δυνατόν να λέμε κατά κόρον ότι κατανοούμε την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος χωρίς να αγγίζουμε το εκλογικό σύστημα, που είναι η σπονδυλική στήλη του πολιτικού συστήματος.
Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=490060&wordsinarticle=