Εβλεπε τον Παπανδρέου σαν τον… Εωσφόρο

Η προσχώρηση στις ιδέες της είναι δευτερεύον στοιχείο της γενικότερης εκτίμησης για την προσωπικότητα και τον ρόλο της. Κανονικά ένας ηγέτης μιας μεγάλης χώρας της Ευρώπης -ο Mitterrand ή ο Kοll π.χ., για να πάρουμε δύο σύγχρονούς της- θα γινόταν αποδεκτός από τους οπαδούς ή τους συμπαθούντες την ιδεολογία του και έτσι θα μπορούσε να υπολογίζει στο μισό περίπου της κοινής γνώμης. Τη Θάτσερ την αντιπάθησε σύσσωμος ο ελληνικός λαός και, όπως γίνεται συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις η αντιπάθεια αυτή άλλοτε ήταν δικαιολογημένη και άλλοτε όχι.
Σε μιαν εποχή που αναπτυσσόταν με πρωταγωνιστή την ελληνική κυβέρνηση η ιδέα ότι η ευρωπαϊκή ένωση οφείλει να έχει μια πολιτική οικονομικής σύγκλισης, κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, οι κυβερνήσεις της Θάτσερ πρέσβευαν τη συμμετρικά αντίθετη άποψη. Δεν υπήρχε ούτε ένα θέμα -με σπάνιες εξαιρέσεις- όπου Βρετανία και Ελλάδα να είχαν παραπλήσιες ή έστω συμβιβάσιμες απόψεις. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς την απέχθεια που ήταν φυσικό να αισθάνεται η μικροαστή Θάτσερ για τον εωσφορικό διανοούμενο Ανδρέα Παπανδρέου, η εικόνα ολοκληρώνεται.

Πέραν όμως από το γεγονός που αναφέραμε, υπήρχε και η επικράτηση στον δημοσιογραφικό και πνευματικό χώρο της Ελλάδας αυτού του ρεύματος ιδεών που θα ονομάσω το πνεύμα της μεταπολίτευσης. Το ρεύμα αυτό είχε έντονα χαρακτηριστικά ψευδοαριστερής επίφασης. Ηταν πολιτικά ορθό να συμπαθείς το κράτος, τον δημόσιο τομέα, την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, την παροχή όλο και περισσότερων δικαιωμάτων στους μισθωτούς (π.χ. αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή – ΑΤΑ) και να παρέχεται πλήθος αρμοδιοτήτων για να εμποδίζουν εξελίξεις και να δημιουργούν καταστάσεις στασιμότητας στα υπερτιμημένα συνδικάτα.

(περισσότερα…)
Ο κόσμος της μεταπολίτευσης, προϊόν του οποίου είναι η σημερινή Ελλάδα, δεν μπορούσε ούτε να κατανοήσει ούτε να ανεχθεί τη θατσερική ιδεολογία, δηλαδή τη διάλυση της δομής που είχε δημιουργηθεί μετά τον πόλεμο στην Αγγλία και που στηριζότανε στην παντοδυναμία ενός πολυδιαιρεμένου και συντεχνιακού συνδικαλισμού, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με το αντίπαλο άλλο κόμμα, δηλαδή τους Εργατικούς.
Προϊόν της νίκης της Θάτσερ στα 17 χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα είναι η σημερινή Αγγλία. Πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά σέβομαι τη μνήμη της, αλλά δεν έχω καμία συμπάθεια για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε και κυβέρνησε. Οποιες και αν ήταν οι συνθήκες. Αναρωτιέμαι μόνο πόσο χρήσιμη θα ήταν σήμερα μια πολιτική ηγεσία για την εποχή των μνημονίων στη χώρα μας που θα είχε τη δικιά της ισχυρογνωμοσύνη και άρνηση για κάθε είδους υποχώρηση.

«Ανδρέα, άσε κάτω το μαγνητόφωνο!»

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Θεόδωρου Πάγκαλου «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη» από τις εκδόσεις «Πατάκη». Ο πρώην υπουργός καταγράφει άγνωστες στιγμές που έζησε δίπλα στον Ανδρέα με τη Θάτσερ
Ο Ανδρέας αποτελούσε για εκείνη τη συμπύκνωση σε ένα πρόσωπο όλων των ιδιοτήτων που απεχθανόταν και καταδίκαζε στη ζωή της. Την εκνεύριζε όχι μόνον η πολιτική του συμπεριφορά αλλά και η προσωπική του. Τον θεωρούσε μαρξιστή, αμφιβόλου πολιτικής και προσωπικής ηθικής και εν πάση περιπτώσει ουδεμία σχέση έχοντα με τη βρετανική αντίληψη περί ανθρωπίνων σχέσεων. Σε κάποια ευρωπαϊκή σύνοδο η Θάτσερ είχε εκνευριστεί από τη συζήτηση και, θέλοντας να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση που δεν τη συνέφερε, στράφηκε προς τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Ανδρέα, μην ετοιμάζεσαι να χρησιμοποιήσεις αυτό το μαγνητόφωνο.

Σε έχω δει να μαγνητοφωνείς τις συνεδριάσεις, αλλά εδώ είμαστε μόνοι μας με τους υπουργούς Εξωτερικών και οι συζητήσεις είναι απόρρητες». «Ποιο μαγνητόφωνο;» είπε ο Παπανδρέου κατάπληκτος. «Αυτό που έχεις σ’ αυτό το δερμάτινο τσαντάκι που παίρνεις πάντα μαζί σου» του είπε η Θάτσερ, δείχνοντας μπροστά στο πιάτο του Παπανδρέου ένα δερμάτινο τσαντάκι το οποίο περιείχε δύο πίπες, όργανα καθαρισμού και μια ποσότητα καπνού. Ο Ανδρέας άνοιξε το τσαντάκι, έδειξε το περιεχόμενο εις τη μαινόμενη Θάτσερ και της είπε: «Μάργκαρετ, δεν είναι αυτό μαγνητόφωνο και επιπλέον μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι τα έχω αγοράσει στο Λονδίνο και οι πίπες και το τσαντάκι και ο καπνός είναι Dunhill».

Σε άλλο σημείο, ο Θ. Πάγκαλος γράφει:

«Αφού φθάσαμε στο Λονδίνο και εγκατασταθήκαμε στο πολυτελέστατο Grosvenor Palace, ειδοποιηθήκαμε ότι το πρωί της πρώτης ημέρας της συνάντησης κορυφής η Thatcher είχε καλέσει τον Παπανδρέου μόνο του σε tete-a-tete breakfast στο σπίτι του πρωθυπουργού της Αγγλίας -το περίφημο 10 Downing Street- στις 8 η ώρα.
Το ίδιο πρωί ξύπνησα αρκετά νωρίς, πριν τις 6.30. Εσπευσα να κατέβω στην είσοδο για να περιμένω τον Παπανδρέου(…). Τα λεπτά περνούσαν και κατά τις 7.30 ο Αγγλος συνοδός ήρθε και μου είπε ότι θα έπρεπε να φύγουμε, αν δεν θέλαμε να καθυστερήσει ο κύριος Παπανδρέου στο ραντεβού. (…)
Πήγα πράγματι στο διαμέρισμα του Παπαν-δρέου και παρακάλεσα τον φρουρό, να μου ανοίξει(…) Αφού του έκανα σαφείς τις ευθύνες του, αναγκάστηκε να μου πει με μπερδεμένο ύφος ότι ο Παπανδρέου δεν ήταν στο δωμάτιό του. Στις πιεστικές μου ερωτήσεις, τελικά μου είπε ότι μόνο ο κύριος Μαχαι-ρίτσας γνωρίζε. Πήγα αμέσως και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε ο Μαχαι-ρίτσας. (…) Φόρεσε πρόχειρα πρόχειρα ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και δύο παπούτσια και πήγαμε στο ασανσέρ, όπου πάτησε το κουμπί του τρίτου πατώματος. Οταν άνοιξε η πόρτα στον τρίτο όροφο του ξενοδοχείου, είδαμε μπροστά μας τον Παπανδρέου φρεσκοξυρισμένο, ντυμένο και χαμογελαστό με ύφος μεγάλης ευεξίας. «Κύριε Πρόεδρε» του είπα, «έχετε αργήσει τρομερά, η Θάτσερ θα σας περιμένει τουλάχιστον είκοσι λεπτά». «Δεν βαριέσαι», μου απάντησε με εκείνο το αμέριμνο και ατάραχο ύφος του «εγώ την περίμενα έξι μήνες, ας περιμένει κι αυτή ένα τέταρτο»».

Το 1987
Τα «γαλλικά» του Σιράκ για τη Μάγκι

Σύνοδος Κορυφής, Κοπεγχάγη, 5 Δεκεμβρίου 1987. Ο Θ. Πάγκαλος θυμάται…
«Σε κάποια στιγμή ακούσαμε όλοι έκπληκτοι τον Chirac να λέει στον παρακαθήμενό του Mitterand: «A, δεν το αντέχω πια. Μου ‘χει σπάσει τα α… τούτη εδώ». Ο τρόμος μας έγινε ακόμη μεγαλύτερος όταν είδαμε τη Thatcher να ζητάει εκνευρισμένη τον λόγο. Το γέλιο πάγωσε στα πρόσωπα όλων όσοι είχαν προλάβει να μειδιάσουν. Τελικά όμως η Thatcher, που δεν ήξερε λέξη γαλλικά, δεν είχε μάθει εκείνη τη στιγμή τι είχε πε ο Chirac, διότι η μεταφράστρια προς τα αγγλικά αιρόμενη στο ύψος των περιστάσεων δεν μετέφρασε τη φράση του Chirac. Ετσι, όταν πήρε τον λόγο, είπε με εκνευρισμένο ύφος: «Βλέπω ότι δεν είστε σοβαροί, άλλοι γελάνε εδώ μέσα, άλλοι δεν ξέρω τι κάνουνε, προτείνω να πάμε για φαγητό και να συζητήσουμε ξανά το απόγευμα». Την επομένη βέβαια οι «Financial Times» «εδημοσίευσαν ολόκληρη την ιστορία»».

Πηγή: ΕΘΝΟΣ

Share