Επιστολή προς κ. Γιώργο Βασιλείου

Αξιότιμε Πρόεδρε και αγαπητέ Γιώργο,

 

Πήρα με χαρά την επιστολή σου και σ’ ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανες να με ενημερώσεις για το βιβλίο σου.

Το πόνημα σου ανήκει στο αυτοβιογραφικό είδος. Πρόκειται κατά την άποψη μου για κάποιου είδους απομνημονεύματα. Θεωρούσα πάντα ότι η ιστορία πρέπει να γράφεται με κάποια χρονική απόσταση και από ειδικούς επιστήμονες. Πηγές όπως το βιβλίο σου μπορoύν όμως να είναι εξαιρετικά χρήσιμες. Δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο εσύ  αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα ή εκ των υστέρων τα θυμάσαι. Θεωρώ ότι είναι απόλυτα φυσικό μια τέτοια προσπάθεια να έχει έναν έντονα υποκειμενικό χαρακτήρα και να κλίνει στον εξωραϊσμό του παρελθόντος και στη δικαίωση του γράφοντος. Θα μου επιτρέψεις λοιπόν να σου πω και εγώ τον τρόπο με τον οποίο θυμάμαι τα γεγονότα.

Βέβαια είναι λογικό να περιοριστώ χρονικά περισσότερο από ότι εσύ ήσουν υποχρεωμένος να πράξεις. Η ιδέα της μεταφοράς του Κυπριακού στα ευρωπαϊκά πλαίσια ήταν αποκλειστικά δική μου και διαμορφώθηκε το 1985. Ο αγαπημένος μου φίλος και στενός συνεργάτης Γιάννος Κρανιδιώτης είχε αρχικά προσπαθήσει να με αποτρέψει. Βασικό του επιχείρημα ήταν ότι στην Κύπρο μια ευρωπαϊκή προσέγγιση του εθνικού ζητήματος θα συναντούσε έντονα αρνητικές αντιδράσεις. Σε μια στιγμή μάλιστα ο μακαρίτης μου είχε πει: « πού πας να μπλέξεις με το Κυπριακό και τους Κυπρίους; Αποκλείεται να βρεις άκρη. Θα σπάσεις τα μούτρα σου. Άκουσε με εμένα. Εγώ είμαι Κύπριος και ξέρω για ποιο πράγμα σου μιλάω.»

Είχα βεβαίως θέσει υπόψη του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου τις σκέψεις μου. Εκείνη την εποχή ήταν σαφές ότι υπήρχε αδιέξοδο στο Κυπριακό. Η Σοβιετική Ένωση και το στρατόπεδό της  δεν είχαν πια αξιόλογη διεθνή δυναμική , οι αδέσμευτοι ήταν βέβαια πάντα στο πλευρό μας αλλά με συνεχώς περιοριζόμενη απήχηση. Οι άγγλο – αμερικάνοι είχαν αποθρασυνθεί.

Για όλους αυτούς του λόγους ο παραδοσιακός χώρος αναζήτησης υποστήριξης για μια λύση του Κυπριακού που ήταν ο ΟΗΕ είχε καταντήσει εκδοτήριο ψηφισμάτων τα οποία έμεναν εντελώς ανενεργά.

Το 1986 η Ελλάδα συναίνεσε στη σύγκληση του παγωμένου μέχρι τότε Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΟΚ Τουρκίας με αντάλλαγμα την περίληψη στα συμπεράσματα που η Τουρκική αντιπροσωπεία θα έπρεπε να συνυπογράψει μιας μαγικής μικρής φράσης που δημιουργούσε έναν ολότελα διαφορετικό ορίζοντα με απροσδιόριστες εκείνη τη στιγμή δυνατότητες. Η φράση αυτή ήταν η εξής: « το ζήτημα της Κύπρου επηρεάζει την εξέλιξη της σχέσης της Τουρκίας με την ΕΟΚ». Οι Τούρκοι στην αρχή δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος της αλλαγής που δημιουργείτο στις σχέσεις τους με την κοινότητα. Και είχαν αποδεχτεί το κείμενο. Όταν ήρθε η ώρα οι ευρωπαίοι Υπουργοί προσήλθαν στο συμβούλιο και περίμεναν την έλευση του Μεσούτ Γιλμάζ μετέπειτα Πρωθυπουργού, που ήταν εκείνη την εποχή Υπουργός Εξωτερικών. Η ώρα περνούσε και οι Τούρκοι δεν προσέρχονταν στην αίθουσα, απορροφημένοι, όπως μαθαίναμε από τα παρασκήνια σε ταραχώδεις τηλεφωνικές επικοινωνίες με την Άγκυρα.

Κάποια στιγμή εξαιρετικά εκνευρισμένος ο πρόεδρος του συμβουλίου Γερμανός Υπουργός  Χανς – Ντίτριχ Γκένσερ, πήγε να βρει τον Γιλμάζ για να του πει ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Καθυστέρησε και αυτός κάμποση ώρα και επανήλθε για να μας ανακοινώσει ότι το Συμβούλιο Σύνδεσης ματαιώνεται γιατί οι Τούρκοι θεωρούσαν απαράδεκτη ακόμα και την αναφορά ενώπιον τους της μικρής μαγικής φράσης που προανέφερα.

Δεν ηρνούντο απλώς να προσυπογράψουν. Ηρνούντο ακόμα και να την ακούσουν επισήμως. Έτσι η επαφή με την Τουρκία περιορίστηκε σε ένα άτυπο δείπνο, όπου αποκλειστικό θέμα συζήτησης ήταν η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα βασανιστήρια στην Τουρκία.

Αργότερα ο συμπαθής κατά τα άλλα Γιλμάζ που μου είχε κάνει την τιμή να  με καλέσει στο Βερολίνο στην έκδοση σε γερμανική μετάφραση ενός βιβλίου του, μου εξομολογήθηκε πως εκείνη η ημέρα ήταν η χειρότερη της ζωής του.

Η μικρή μαγική φράση σύμφωνα με την αρχή των ευρωπαϊκών διαδικασιών : « ότι γράφει δεν ξεγράφει» θα θεωρηθεί «κοινοτικό κεκτημένο». Επαναλαμβανόταν, διευρυνόταν και για να μην μπω σε λεπτομέρειες οδήγησε στην θριαμβευτική είσοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα της εθνικής κυριαρχίας που δημιουργεί η τουρκική κατοχή.

Στο μεταξύ και μετά από πρόσκληση του επιμελητηρίου της Λευκωσίας είχα έρθει να εκθέσω τις απόψεις μου σε μια αίθουσα του ξενοδοχείου Χίλτον. Η εκδήλωση ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, το κοινό ιδιαιτέρως θερμό και ενθουσιώδες. Στις δυο μέρες που κάθισα στην Λευκωσία είχα την ευκαιρία να δω τους πολιτικούς αρχηγούς. Πρέπει να πω ότι η προφητεία του Κρανιδιώτη επαληθευόταν πέρα για πέρα. Όλοι με την εξαίρεση του Γλαύκου πήραν θέση εναντίον των προσπαθειών μου. Η εμμονή στην παλαιά αντίληψη της αναζήτησης λύσης μέσω του ΟΗΕ ή των διαφόρων επαφών με τους αγγλοσάξονες  ήταν ισχυρότατη. Πολλοί στενοί και αγαπημένοι μου φίλοι  από το χώρο της ευρύτερης αριστεράς είχαν στραφεί εναντίον μου και προσπαθούσαν να με πείσουν να εγκαταλείψω τον νέο άγνωστο και επικίνδυνο ευρωπαϊκό χώρο.

Όταν με τα πολλά εξελέγης πρόεδρος, αγαπητέ μου Γιώργο, ήταν λογικό να σου θέσω περίπου με τα επιχειρήματα της προς τον Γιώργο Ιακώβου επιστολής μου, την ανάγκη επίσπευσης της κατάθεσης της αίτησης για έναρξη διαπραγματεύσεων. Τώρα ισχυρίζεσαι ότι είναι δυνατόν να έχω αναλάβει αυτήν την πρωτοβουλία χωρίς να το ξέρει ο Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας και ο Πρωθυπουργός  ή να ασκώ διαφορετική πολιτική από εκείνη που πιθανόν να ενέκριναν. Βρίσκω την υπόθεση αυτή αφελή. Και θα μου επιτρέψεις να θεωρήσω ότι το απόσπασμα του βιβλίου σου όπου εξηγείς την συμπεριφορά μου και την πίεση που σου ασκούσα με την πρόθεση μου να δημιουργήσω εντυπώσεις (σελ 38), ως μια δίκη προθέσεων εξαιρετικά χυδαίου χαρακτήρα.

Στη διάρκεια της πενηντακονταετούς ενασχόλησης μου με την πολιτική, γιατί ξεκίνησα στα 17 μου, έχω και εγώ βέβαια υποκύψει στον πειρασμό της δημιουργίας εντυπώσεων. Αλλά η σκέψη ότι θα μπορούσα να επιλέξω τέτοιας σημασίας στρατηγικό χειρισμό για την υπόθεση του Κυπριακού στην οποία έχω αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου για να δημιουργήσω εντυπώσεις με κάνει και αγανακτώ. Θέλω να γνωρίζεις ότι θεωρώ αυτή σου την τοποθέτηση υβριστική και  συκοφαντική για μένα και την απορρίπτω με όλη την δύναμη της ψυχής μου.

Δεν ήμουν παρών στην συζήτηση σου με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κάρολο Παπούλια ο όποιος ως  Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποθέτω θα δυσκολεύεται  να πάρει θέση. Θεωρώ όμως εξωφρενική την σκέψη ότι θα μπορούσαν από τους τρεις εμάς να ασκηθούν δυο διαφορετικές και αντικρουόμενες  πολιτικές. Αν σου είπαν κάτι που περίπου μπορεί να μοιάζει με αυτό που περιγράφεις, αυτό οφείλεται στο ότι η αίτηση έναρξης διαπραγματεύσεων έπρεπε να έχει προέρθει από εσένα και να έχει την υποστήριξη της Κυπριακής κοινής γνώμης και της Βουλής της Λευκωσίας. Ούτε εγώ εξάλλου είχα την πρόθεση πέραν της κοινοποίησης  των επιχειρημάτων που μπορούσα εκείνη την εποχή να χρησιμοποιήσω, να ασκήσω επιρροή που θα θύμιζε πίεση. Βασικό δόγμα για την σχέση μου με τη Κύπρο και τους Κυπρίους ήταν και παραμένει ότι με τίποτα οι Ελλαδίτες δεν έχουν το δικαίωμα  να προχωρούν πέρα του φιλικού ενδιαφέροντος που πιστεύω η πλειοψηφία των Κυπρίων αποδέχεται με χαρά ως εκδήλωση εθνικής αδελφικής αλληλεγγύης.

Θα μου επιτρέψεις να σου θυμίσω δύο περιστατικά για τα οποία δεν έχω βέβαια μαρτυρικές αποδείξεις. Νομίζω ότι το δικαίωμα, μου το έδωσες ήδη με την δίκη προθέσεων την οποία έκανες εις βάρος μου.

Όταν σε  είχα ρωτήσει στην Αθήνα ποία είναι η δυσκολία με την κατάθεση ένταξης κατά την διάρκεια της ελληνικής προεδρίας, μου είχες απαντήσει με ειλικρίνεια και το εκτίμησα  δεόντος ότι έχεις εκλεγεί από το ΑΚΕΛ, ότι χρησιμοποιείς στελέχη του στη Κυβέρνηση  σου και το ΑΚΕΛ δεν είναι έτοιμο για μια τέτοια κίνηση. Με είχες μάλιστα συμβουλέψει να συναντήσω το ΑΚΕΛ και να συζητήσω μαζί τους.

Με την πρώτη ευκαιρία επωφελήθηκα από μια τυπική μου επίσκεψη στο ΑΚΕΛ για να γνωρίσω τον νεοεκλεγέντα Γ.Γ. Δημήτρη Χριστόφια. Η εντύπωση μου ήταν εξαιρετική. Η συζήτηση μας ήταν ειλικρινής και σε  κάποια στιγμή ο νέος Γ.Γ. μου είχε πει ότι προσωπικά ίδιος δεν είναι αντίθετος με μια θετικότερη αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής πραγματικότητας και των δυνατοτήτων που μπορεί να  προσφέρει για την Κύπρο και το εθνικό μας ζήτημα. Μου είπε όμως ότι το κόμμα δεν ήταν ακόμη ώριμο για μια τέτοια εξέλιξη και ότι η άμεση υποβολή  αίτησης ένταξης θα δημιουργούσε αρνητικές επιπτώσεις, με παρακάλεσε λοιπόν να μην επιμείνω, πράγμα που αμέσως εφάρμοσα.

Έληγε εξάλλου και η ελληνική προεδρεία και επομένως η ιστορική αυτή ευκαιρία είχε χαθεί. Τα επιχειρήματα για τα οποία – πέραν της δημιουργίας εντυπώσεων που μου αποδίδεις – ήταν επιβεβλημένη η κατάθεση της αίτησης της ένταξης, τα έχω εκθέσει λεπτομερώς και σε ανύποπτο χρόνο σε διάφορα γραπτά μου όχι για λόγους αυτοβιογραφικούς αλλά γιατί το επέβαλλε η εξιστόρηση της συγκεκριμένης κατάστασης. Τα περιληπτικά περιλαμβάνονται στην επιστολή μου προς τον Γιώργο Ιακώβου στις 7 Σεπτεμβρίου του 1988  την οποία έχεις και εσύ στα χέρια σου.

Σε ευχαριστώ πολύ για την ευγενική σου πρόταση η αλληλογραφία μας να παραμείνει μυστική. Προσωπικά δεν εκτιμώ τέτοιου είδους διαδικασίες και για αυτό μετά από ένα εύλογο διάστημα θα δημοσιεύσω το κείμενο σου, το δικό μου κείμενο και τα παραρτήματα με όλους τους δυνατούς τρόπους. Σε παρακαλώ να θεωρήσεις ότι έχω πάντα φιλικές διαθέσεις για εσένα και να δεχτείς ακόμη μια φορά τα ευχαριστήρια μου γιατί με θυμήθηκες.

Θεόδωρος Πάγκαλος

 

Επιστολή κ. Γιώργου Βασιλείου προς Θεόδωρο Πάγκαλο

Επισυναπτόμενα

Share